ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε η Ντόρα Γιαννακοπούλου
σε σκηνοθεσία: Κώστα Ανδρίτσου
Μία τραγουδίστρια, ηθοποιός και, συγχρόνως, διάσημη συγγραφέας!!!
Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι
Το χέρι σου έφευγε με το νερό
να στρώσει νυφικό το πέλαγο
Το χέρι σου άνοιγε τον ουρανό.
Άγγελοι μ' έντεκα σπαθιά
πλέανε πλάι στ' όνομά σου
σκίζοντας τ' ανθισμένα κύματα
Στους κόρφους σου έκρυβες μια χάρη
που ήταν το ίδιο το φεγγάρι.
Φεγγάρι εδώ, φεγγάρι εκεί
αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα
Για το δικό σου το χατίρι
ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι.
H Nτόρα Γιαννακοπούλου σε εξώφυλλο περιοδικού
Με αφορμή το καλωσώρισμα της νέας φόλλοουερ του μπλογκ, της kitchen stories, θα ακούσουμε την βαθειά φωνή της Ντόρας Γιαννακοπούλου σε τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη
(το παλληκάρι... το χάσαμε... δεν κυκλοφορεί τώρα... 2018)
Το παλληκάρι έχει καημό
στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Το παλληκάρι έχει καημό
κι εγώ στα μάτια το κοιτώ
και το κοιτώ και δε μιλώ
απόψε, απόψε που έχει τον καημό
Βδομάδα πάει χωρίς δουλειά
κι έξω χιονίζει και φυσά
χωρίς τσιγάρο και δουλειά
απόψε, απόψε μου σκίζει την καρδιά
Το παλληκάρι έχει καημό
μα όταν κοιτάει τον ουρανό
τα μάτια του είναι δυο πουλιά
απόψε, απόψε το δάκρυ μου κυλά
και θα απολαύσουμε και μουσική από τα βιβλία της τα οποία έγιναν σειρές που απολαύσαμε στην τηλεώραση...
Το ομώνυμο τραγούδι της Πρόβας του Νυφικού
με την Μαρινέλλα
Το βιβλίο
Ένα εκπληκτικό τραγούδι που σε ταξειδεύει τώρα, Μαρίνα...
Μαρίνα
Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω,
Λουίζα και βασιλικό
Μαζί μ' αυτά να σε φιλήσω,
και τι να πρωτοθυμηθώ
Τη βρύση με τα περιστέρια,
των αρχαγγέλων το σπαθί
Το περιβόλι με τ' αστέρια,
και το πηγάδι το βαθύ
Τις νύχτες που σε σεργιανούσα,
στην άλλη άκρη τ' ουρανού
Και ν' ανεβαίνεις σε θωρούσα,
σαν αδελφή του αυγερινού
Μαρίνα πράσινο μου αστέρι
Μαρίνα φως του αυγερινού
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι
Και κρίνο του καλοκαιριού
Ο Νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης
H Nτόρα Γιαννακοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Mυτιλήνη. Mε το τέλος των θεατρικών της σπουδών στην Aθήνα θα παίξει και θα τραγουδήσει στο έργο " Ένας Όμηρος" του Mπρένταμ Mπήαν, που ανέβασε ο Λεωνίδας Tριβιζάς στο «Kυκλικό Θέατρο» με τραγούδια που είχε γράψει ο Mίκης Θεοδωράκης για το έργο.
Στο κέντρο ο Μίκης Θεοδωράκης, αριστερά η Ν.Γιαννακοπούλου
To γελαστό παιδί
στίχοι : Brendan Behan σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα
μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
κιθάρα: Νότης Μαυρουδής
Ήταν πρωί του Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή
βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη
βλέπω μια κόρη κλαίει σπαραχτικά θρηνεί
σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί
Είχεν αντρεία και θάρρος και αιώνια θα θρηνώ
το πηδηχτό του βήμα το γέλιο το γλυκό
ανάθεμα την ώρα κατάρα τη στιγμή
σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί
Μόν' να 'ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι
και μόνον από βόλι Εγγλέζου να 'χε πάει
κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή
θα 'ταν τιμή μου που 'χασα το γελαστό παιδί
Βασιλικιά μου αγάπη μ' αγάπη θα στο λέω
για το ό,τι έκανες αιώνια θα σε κλαίω
γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ
δόξα τιμή στ' αξέχαστο γελαστό παιδί
Μπρένταν Μπήαν
Tότε αρχίζει μια παράλληλη καριέρα στο θέατρο και στο τραγούδι, με σύγχρονες εμφανίσεις στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στις πρώτες μπουάτ στην Πλάκα. Bγάζει δίσκους με τα τραγούδια του " Όμηρου" και συνεχίζει με την " Όμορφη Πόλη" των Θεοδωράκη - Mποστ - Kακογιάννη
Μίκης Θεοδωράκης Όμορφη Πόλη εισαγωγή
μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Το καλοκαίρι του 1962 στο θέατρο «Παρκ» ανέβηκε η μουσική παράσταση "Όμορφη Πόλη" σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, κείμενα των Μποστ, Δημήτρη Χριστοδούλου, Ερρίκου Θαλασσινού, Άκου Δασκαλόπουλου, με τη Ντόρα Γιαννακοπούλου, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον Ανδρέα Ντούζο, την Άννα και τη Μαρία Καλουτά, τον Κώστα Χατζή, την Μαίρη Λίντα κλπ.
Νανούρισμα
από την ίδια παράσταση
μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
στίχοι: Ερρίκου Θαλασσινού
και λίγο αργότερα με τις Mικρές Kυκλάδες του Oδυσσέα Eλύτη.
Του μικρού βοριά
Μουσική: Θεοδωράκης Μίκης
ποίηση: Ελύτης Οδυσσέας
κιθάρα: Νότης Μαυρουδής
Του μικρού βοριά παράγγειλα, να ’ναι καλό παιδάκι
Μη μου χτυπάει πορτόφυλλα και το παραθυράκι
Γιατί στο σπίτι π’ αγρυπνώ, η αγάπη μου πεθαίνει
και μες στα μάτια την κοιτώ, που μόλις ανασαίνει
Γεια σας περβόλια, γεια σας ρεματιές
Γεια σας φιλιά και γεια σας αγκαλιές
Γεια σας οι κάβοι κι οι ξανθοί γιαλοί
Γεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί
Με πνίγει το παράπονο, γιατί στον κόσμο αυτόνα
τα καλοκαίρια τα ’χασα κι έπεσα στον χειμώνα
Σαν το καράβι π’ άνοιξε τ’ άρμενα κι αλαργεύει
βλέπω να χάνονται οι στεριές κι ο κόσμος λιγοστεύει
Γεια σας περβόλια...
Ο κιθαρίστας και συνθέτης Νότης Μαυρουδής
Στη διάρκεια της χούντας φεύγει στο εξωτερικό, όπου με μια μικρή ομάδα κάνει τουρνέ σε χώρες της δυτικής και της ανατολικής Eυρώπης μ' ένα ιδιόμορφο πρόγραμμα, βασισμένο στη μουσική του Mίκη Θεοδωράκη.
(χάσαμε και πάλι το βίντεο... 2018)
Γλυκοφιλούσα Παναγιά
(με εισαγωγή από την εκπομπή 'Φώτα Πορείας΄ με την Έλενα Ακρίτα)
στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
μουσική: Μ. Θεοδωράκης
Γλυκοφιλούσα Παναγιά,
μάνα μου κι οδηγήτρα μου
κι εγώ στα στήθη έχω καρδιά
που λιώνει από την πίκρα μου.
Γιατ' ήσουν μάνα μια φορά
και ξέρεις τα ραγίσματα
που έχει ο πόνος κι η χαρά
και του καιρού τα πείσματα.
Γιατ' ήσουν μάνα και πονάς,
φέρε το παλικάρι μου
στην ξενιτιά που το γυρνάς,
το σκοτεινό φεγγάρι μου.
Ο Μάνος Ελευθερίου
Mετά τη μεταπολίτευση σταματά σχεδόν αμέσως το θέατρο και το τραγούδι. "H πρόβα του νυφικού", που κυκλοφόρησε το 1993, είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. Στην πραγματικότητα είναι το πρώτο της γραπτό κείμενο, με δεύτερο ένα διήγημα στη Λέξη με τίτλο «O Πάπαρδος», δημοσιευμένο το 1995. Tο δεύτερο μυθιστόρημά της, "O μεγάλος θυμός", κυκλοφόρησε το 1996. Και τα δύο μυθιστορήματα έγιναν σειρές για την τηλεόραση, το πρώτο στον ΑΝΤ-1 και το δεύτερο στο MEGA, σε σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη.
Η συγγραφέας με τον σκηνοθέτη Κώστα Κουτσομύτη
Αγάπη (Πόσο πολύ σ' αγάπησα)
Μουσική: Βασίλης Δημητρίου
Ποίηση: Κατίνα Παΐζη
Από την τηλεοπτική σειρά "Ο μεγάλος θυμός"
Πόσο πολύ, πόσο πολύ,
πόσο πολύ σ' αγάπησα
πόσο πολύ σ' αγάπησα
ποτέ δε θα το μάθεις
Απ' τη ζωή, απ' τη ζωή,
απ' τη ζωή μου πέρασες
κι αλάργεψες κι εχάθης
καθώς τα διαβατάρικα
κι αγύριστα πουλιά
Πόσο πολύ σ' αγάπησα,
ποτέ δε θα το μάθεις
Κι αν δεν προσμένεις να με δεις
κι αν δεν προσμένεις να με δεις
Κι εγώ πως θα ξανάρθεις,
εσύ του πρώτου ονείρου μου
γλυκύτατη πνοή
Αιώνια θα το τραγουδώ,
αιώνια θα το τραγουδώ
κι εσύ δε θα το μάθεις,
πως οι στιγμές που μου 'δωσες
αξίζουν μια ζωή
Πόσο πολύ σ' αγάπησα,
ποτέ δε θα το μάθεις
Το βιβλίο
Aκολούθησαν τα μυθιστορήματα Με τα μάτια του έρωτα (1999), Oι τρεις χήρες (2001), που έγινε σειρά στον ALPHA, Αμαρτωλέ μου άγγελε (2002), Έρως μετ' εμποδίων (2004) και Tο μενταγιόν (2007).
(Από το greekbooks.gr)
Ντόρα Γιαννακοπούλου
Σε αυτήν την γειτονιά... τα ωραία τελειώνουν κάποτε...
(χάσαμε κι εδώ το βίντεο... )
Σ' αυτήν την γειτονιά
στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Σ' αυτή τη γειτονιά
και βράδυ και πρωί
περάσαμε και χάσαμε
ολόκληρη ζωή
Σ' αυτή τη γειτονιά
μας πήραν οι καημοί
μας πήραν και μας πρόδωσαν
για μια μπουκιά ψωμί
Σ' αυτή τη γειτονιά
μες στο μικρό στενό
χαθήκαμε και ζήσαμε
μακριά κι απ' το Θεό
Να σάς βάλω κάτι τελευταίο...
Μίκης Θεοδωράκης & Οδυσσέας Ελύτης, Το τριζόνι (με την Ντόρα Γιαννακοπούλου)
Αγαπητοί μου!!! Ανάσταση... μετά από αυτό που έπαθα... έρχομαι, όμως, δριμύτερα, για ένα αφιέρωμα στον Αττίκ...
Αττίκ: Κλέων Τριανταφύλλου
Αφορμή ήταν αυτό το τραγούδι...
Της Μιας Δραχμής Τα Γιασεμιά (Ορ. Μακρής-Τζένη Βάνου)
Της μιας δραχμής τα γιασεμιά...
Της μιας δραχμής τα γιασεμιά
γεμίζουν το άδειο το τραπέζι.
Μα της μοίρας τα αιχμηρά καρφιά
κάνουν το δάκρυ μου αμέσως να τα μαραίνει.
Της μιας δραχμής τα γιασεμιά
με το άρωμα σου μιλάνε
μα τα γλυκά τους λόγια χάνονται
σε μια λίμνη από κλάματα που πολύ πονάνε.
Της μιας δραχμής τα γιασεμιά
την αγάπης μας θυμίζουν
μα είσαι τώρα μακριά
και έπαψαν πια να μοσχομυρίζουν
Της μιας δραχμής τα γιασεμιά
μου τα χάριζες σε κάθε ραντεβού μας.
Μου ΄λεγες πώς η αγάπη μας
σαν το άρωμα τους θα μοσχοβολάει.
Της μιας δραχμής τα γιασεμιά
τον πόνο μόνο μου θυμίζουν.
Ήταν της μοίρας μας γραφτό
τώρα οι δρόμοι μας χωρίζουν.
Της μιας δραχμής τα γιασεμιά
δεν αντέχω άλλο την οσμή τους
με πιάνουν τα αναφιλητά
κλαίω κι εγώ μαζί τους.
που είχα ακούσει στην ομώνυμη Ελληνική ταινία... και πόσο πολύ μου έκανε εντύπωση!!!
Ο Αττίκ (1885-1944), του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Κλέων Τριανταφύλλου, ήταν Έλληνας μουσικοσυνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής των τραγουδιών του. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού στις αρχές του 20ού αιώνα.
Ακόμα ένα ταγκό από την Μαρία Κανελοπούλου
μουσική, στίχοι: Αττίκ
Ένα τραγούδι του είναι μία ιστορία, με αρχή μέση και τέλος...
Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αίγυπτο, όπου παρακολούθησε μαθήματα μουσικής. Από το 1907 έζησε στο Παρίσι, όπου συνεργάστηκε ως ηθοποιός με διάφορους θιάσους και συμμετείχε σε περιοδείες σε διάφορες χώρες ως το 1930, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και δημιούργησε την περίφημη "Μάντρα του Αττίκ"
Έτσι περιέγραψε την θρυλική "Μάντρα" του ο Αττίκ (Κλέων Τριανταφύλλου), ένας πρωτοπόρος καλλιτέχνης του 20ου αιώνα που άφησε έργο, διδάσκοντας ταυτόχρονα με τα άψογα ελληνικά των στίχων του ήθος και ευπρέπεια. -Τι ήταν η πρώτη "Μάντρα;" -Πολλές σανίδες, λίγη μπογιά και αρκετή πρωτοπορία. Ένα ξύλινο παράπηγμα-σκηνή, ύψους 6-7 μέτρων και δίπλα η αυλόπορτα είσοδος. Στο δρόμο η πρόσοψη παριστάνει ένα φτωχικό διώροφο σπιτάκι με ζωγραφισμένα πορτοπαράθυρα. 'Ενα αληθινό παράθυρο στο ισόγειο που στην πραγματικότητα ήταν το ταμείο και μια αληθινή μπαλκονόπορτα με μπαλκόνι στο δεύτερο πάτωμα. Στην είσοδο γλάστρες με φυτεμένα…μακαρόνια. Στην πόρτα ψηλά ένα κλουβί με μια σαρδέλα αντί πουλιού, μαρτυρούσε την εκ μητρός καταγωγή μου και μην ξεχνάτε ότι οι Τσιριγώτες έβαλαν την σαρδέλα στο κλουβί να τραγουδήσει. Στο μπαλκόνι ακουμπισμένος με το αριστερό χέρι στα κάγκελα, σκυφτός προς τα έξω ένας Αττίκ με αγγελικό χαμόγελο να κάνει με το δεξί χέρι μια χειρονομία υποδοχής. Αυτός ο Αττίκ ήταν αντρείκελο σε φυσικό μέγεθος, έργο γνωστού γλύπτου, μοναδικού σε τέτοιες δύσκολες εργασίες. Του φορούσαμε απαράλλαχτα τα δικά μου ρούχα, που είχα τότε καθιερώσει, άσπρο πουκάμισο, άσπρα παπούτσια και κάλτσες και τα λοιπά, ήταν όλα τόσο επιτυχημένα - που πολλοί γελιόντουσαν και μου φώναζαν από κάτω - πηγαίνοντας στο ταμείο: Αττίκ πες να μας δώσουν καλές θέσεις! Τέτοιος καλλιτέχνης ήταν ο γλύπτης Φώσκολος. Εννοείται ότι κάθε βράδυ το ανδρείκελό μου έμπαινε μέσα, αλλιώς η μαρίδα της γειτονιάς θα το ετάραζε στις πετριές και θα μου έσπαζε το κεφάλι, που επλήρωσα τότε στο Φώσκολο πέντε χιλιάδες δραχμές. Θα σκεφθείτε ίσως: Τι να κοστίζει άραγε το αληθινό; Απαντώ - Πολύ λιγότερα". (Από το "Ευ αγωνίζεσθαι")
Είδα Μάτια... (1909) με τον ίδιο τον συνθέτη
Ένας νέος περνούσε μιά μέρα
από μιά γειτονιά φτωχική
στο κατώφλι της έπερνε αγέρα
μιά πεντάμορφη μελαχροινή
Ευθύς τρέλλα του ήρθε να κάνει
και σε λίγο καιρό της μηνά
θα σε πάρω με στεφάνι
σύντροφό μου γιά παντοτεινά Γιά τα μάτια σου τα γαλανά και τα σκοτεινά Είδα μάτια πολλά
γαλανά στη ζωή μου
να κοιτούν απαλά
και ν'ανάβουν την ψυχή μου
μα τόσο μαγικά
να μιλούν πιό γλυκά
δεν είδα άλλα και τόσο μεγάλα
στο λέω αληθινά
Την επήρε και πήγαν στα ξένα
και ταξίδεψαν σ'όλη τη γη
μ'αυτή δεν αγαπούσε κανένα
και τον άφησε μίαν αυγή
Τότε αυτος που είχε χτίσει παλάτια
στίς γωνιές της φτωχής γειτονιάς
Τραγουδούσε "τέτοια μάτια,
αν τα χάσω θα γίνω φονιάς"
Τραγουδούσε της όμορφης νιάς κι'έκλαιγε ο ντουνιάς!
Ένας νέος περνούσε μιά μέρα
από μιά γειτονιά φτωχική
στο κατώφλι της έπερνε αγέρα
μιά πεντάμορφη μελαχροινή
Ευθύς τρέλλα του ήρθε να κάνει
και σε λίγο καιρό της μηνά
θα σε πάρω με στεφάνι
σύντροφό μου γιά παντοτεινά Γιά τα μάτια σου τα γαλανά και τα σκοτεινά Είδα μάτια πολλά
γαλανά στη ζωή μου
να κοιτούν απαλά
και ν'ανάβουν την ψυχή μου
μα τόσο μαγικά
να μιλούν πιό γλυκά
δεν είδα άλλα και τόσο μεγάλα
στο λέω αληθινά
Την επήρε και πήγαν στα ξένα
και ταξίδεψαν σ'όλη τη γη
μ'αυτή δεν αγαπούσε κανένα
και τον άφησε μίαν αυγή
Τότε αυτος που είχε χτίσει παλάτια
στίς γωνιές της φτωχής γειτονιάς
Τραγουδούσε "τέτοια μάτια,
αν τα χάσω θα γίνω φονιάς"
Τραγουδούσε της όμορφης νιάς κι'έκλαιγε ο ντουνιάς!
Τραγουδούσε της όμορφης νιάς κι'έκλαιγε ο ντουνιάς!
Ένας νέος περνούσε μιά μέρα
από μιά γειτονιά φτωχική
στο κατώφλι της έπερνε αγέρα
μιά πεντάμορφη μελαχροινή
Ευθύς τρέλλα του ήρθε να κάνει
και σε λίγο καιρό της μηνά
θα σε πάρω με στεφάνι
σύντροφό μου γιά παντοτεινά Γιά τα μάτια σου τα γαλανά και τα σκοτεινά Είδα μάτια πολλά
γαλανά στη ζωή μου
να κοιτούν απαλά
και ν'ανάβουν την ψυχή μου
μα τόσο μαγικά
να μιλούν πιό γλυκά
δεν είδα άλλα και τόσο μεγάλα
στο λέω αληθινά
Την επήρε και πήγαν στα ξένα
και ταξίδεψαν σ'όλη τη γη
μ'αυτή δεν αγαπούσε κανένα
και τον άφησε μίαν αυγή
Τότε αυτος που είχε χτίσει παλάτια
στίς γωνιές της φτωχής γειτονιάς
Τραγουδούσε "τέτοια μάτια,
αν τα χάσω θα γίνω φονιάς"
Τραγουδούσε της όμορφης νιάς κι'έκλαιγε ο ντουνιάς!
Ο Αττίκ μπορεί να γεννήθηκε πολύ μακρυά από εμάς... αλλά εκείνη η εποχή ξεδιπλώνεται μέσα από τα τραγούδια του...
Λίγο πριν από το θάνατό του πρωταγωνίστησε στην ταινία 'Χειροκροτήματα' του Γιώργου Τζαβέλλα η οποία είχε κάποια, σχεδόν, αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Γιώργος Τζαβέλλας, σκηνοθέτης
Στην ταινία αυτή ο Αττίκ, κουρασμένος από τις κακουχίες της κατοχής και υπερβολικά μελοδραματικός σε λίγα θύμιζε τη γεμάτη δυναμισμό και ευφυΐα προσωπικότητα του δημιουργού της Μάντρας. Τραγούδια του συνθέτη στην ταινία απέδωσε η Δανάη (Στρατηγοπούλου)
Λίγους μήνες μετά πέθανε... Ένα επεισόδιο με ένα Γερμανό στρατιώτη, που χτύπησε τον Αττίκ καθώς οδηγούσε το ποδήλατό του, φαίνεται πως στάθηκε όχι η αιτία αλλά η αφορμή μάλλον ενός προανναγελθεντος θανάτου, αποτέλεσμα κατάθλιψης στην οποία είχε περιπέσει.
Ορισμένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του είναι τα:
μια εποχή ρομαντική... με μεγάλες αγάπες...
Παπαρούνα (1936), ερμ. Δανάη
Παπαρούνα,
από τα "Χειροκροτήματα"
Την πρωτόειδε μ' ολοκόκκινα ντυμένη καλλιτέχνης με κεφάλι αυτός ψαρό κοριτσάκι αυτή μικρό να μαζεύει ζωηρό παπαρούνες σε κάποιο αγρό. Οι διαβάτες την κοιτούσαν μαγεμένοι και περνούσαν μ' ένα βήμα σιγανό μ' αυτός μέσ' το δειλινό είπε μ' ύφος ταπεινό στο λουλούδι το ζωντανό: Παπαρούνα χαρωπή οι διαβάτες που διαβαίνουν σ' αγαπούνε μα σωπαίνουν και κανένας δε θα σου πει, Παπαρούνα φλογερή, παπαρούνα ζηλεμένη ο διαβάτης που προσμένει, άλλην δε ζητά να βρη. Δεν τον άκουσε η δροσάτη παπαρούνα εμεγάλωσε και πίστεψε πολλά λόγια ενός απατηλά, ύστερ' άλλου πιο τρελά κατρακύλησε χαμηλά. Ξεπεσμένη στου θεάτρου τη φουρτούνα κει που χόρευ' ένα βράδυ στη σκηνή σάμπως άκουσε βραχνή να της λέει μια φωνή απ' τη σάλα τη σκοτεινή. Παπαρούνα σκυθρωπή, οι διαβάτες που διαβήκαν σ' αγαπήσαν μα σ' αφήκαν βουτηγμένη μεσ' τη ντροπή. Παπαρούνα σκυθρωπή, παπαρούνα μαραμένη ο διαβάτης που προσμένει άλλην δε ζητά να βρει
διαπιστώνοντας, λοιπόν, την τέχνη αυτού του δημιουργού,είπα να κάνω αυτό το αφιέρωμα...
Της μιας δραχμής τα γιασεμιά (1939).Το τραγούδι αυτό γεννήθηκε από την Σούρα, την τρίτη σύζυγό του,
Είδα μάτια (1909)
Ζητάτε να σας πω (1930) Ο Αττίκ το δημιούργησε μέσα σε 10 λεπτά, αφού αυτοσχεδίασε
Ζητάτε να σας πω
από την Δανάη
ταγκό του 1930
μουσική, στίχοι: Αττίκ
αφιερωμένο από τον Αττίκ "Εις την θείαν μου Πέλειαν Ισαϊλώφ μετ' αγάπης"
Ζητάτε να σας πω
τον πρώτο μου σκοπό τα περασμένα μου γινάτια ζητάτε είδα μάτια με σκίζετε κομμάτια Σε μια παλιά πληγή που ακόμα αιμορραγεί μη μου γυρνάτε το μαχαίρι αφού ο καθένας ξέρει τι πόνο θα μου φέρει Είναι πολύ σκληρό να σου ζητούν να τραγουδήσεις έναν παλιό σκοπό που προσπαθείς να λησμονήσεις Στο γλέντι σας αυτό δε θα' τανε σωστό αντί για άλλο πιοτό να πιω εγώ φαρμάκι μ' ένα τέτοιο τραγουδάκι Γελάτε ειρωνικά και λέτε μυστικά ίσως με κάποια καταφρόνια μια και περάσαν χρόνια εσύ τι κλαις αιώνια Γιατί βαρυγκωμείς δεν είδαμε και μεις μια ομορφιά σ' αυτή τη ζήση δεν πήραμε απ' τη φύση καρδιά για ν' αγαπήσει Αχ, δεν είν' οι καρδιές όλες το ίδιο καμωμένες ούτε κι οι ομορφιές στον κόσμο δίκαια μοιρασμένες Και μες στη συντροφιά σε κάθε ρουφηξιά ξεχνώ μιαν ομορφιά που γέμιζε μεράκι το παλιό μου τραγουδάκι
για τότε, που τα γιασεμιά τα πουλούσαν μία δραχμή... (το παληό ελληνικό νόμισμα)
Μαραμένα τα γιούλια (1935)
Μαραμένα τα γιούλια από τον Γιάννη Βογιατζή
στίχοι, μουσική: Αττίκ
Ο τραγουδιστής και ηθοποιός Γιάννης Βογιατζής
Χτες αργά με ψυχή φορτωμένη
από θλίψη γιά σε περισσή, πήγα μόνος να δω τι απομένει, απ'τον κήπο που πότιζες εσύ. Την πορτούλα ο κισσός είχε κλείσει, μήπως ξένος κανείς την διαβεί κι είχε ο χρόνος μ' αγκάθια στολίσει, τη βρυσούλα που μένει πιά βουβή. Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες μαραμένα και τα γιασεμιά μαραμένες κι οι ελπίδες μου όλες στης καρδιάς μου τη μαύρη ερημιά. Στη γωνίτσα που άλλοτ' ανθούσε μέσα στ'άνθη η δική μας χαρά, ενώ ο κήπος τριγύρω πενθούσε, μέσα μ' ένοιωσα τέτοια συμφορά. Ως το βράδυ μονάχος μιλούσα, σαν να σ'είχα κοντά μου ξανά κι όταν νύχτωσ' εκεί που γυρνούσα, είπα "Να ζει κανείς η να μη ζει"
για τότε, που τα ταγκό, τα βαλς έδιναν κι έπαιρναν...
Άδικα πήγαν τα νιάτα μου (1936)
Άδικα πήγαν τα νιάτα μου...
στίχοι, μουσική: Αττίκ
Καθώς γυρνούσ' απ' της ζωής το πανηγύρι,
με κουρασμένη καρδιά κι ορφανή στάθηκα μπρος απ' το μοιραίο το γεφύρι, που όποιος περνά, παύει πια να πονεί Κι εκεί που κοίταγα να σβήνουν προς τα πίσω, μέσα στο δρόμο μου το μακρινό, όσες μορφές μου 'τυχε ν' αγαπήσω, άναψ 'έν' άστρο ξαφνικά στον ουρανό. Ήταν μικρό μα είχε λάμψη περισσή, πώς να στο πω, ήσουν εσύ. Άδικα πήγαν τα νιάτα μου κι είναι τα χρόνια φευγάτα μου, αφού δε σ' είχα γνωρίσει, παρά στου βίου τη δύση, Άδικα πήγαν τα νιάτα μου, νέα τρελλή μαυρομάτα μου, δεν είναι πια για φιλιά τα μαλλιά τα χιονάτα μου! Την καταδίκη μου μαντεύω μ' αγωνία τη λέξη 'Γέρο' στα χείλη κρατείς και τα ματάκια σου με τρόμο κι αγωνία λένε 'Δεν κάνεις πια για εραστής' Μα δεν τ' αρνιέμαι είσαι το λούλουδο τ' Απρίλη που μόλις άνοιξε στην αντηλιά είσαι η αυγούλα κι εγώ είμαι το δείλι είμαι τ' αηδόνι πού 'χει χάσει τη λαλιά Δέξου λοιπόν στη ζωή μου τη στερνή να σ' αγαπώ. σαν εγγονή!.. Άδικα πήγαν τα νιάτα μου κι είναι τα χρόνια φευγάτα μου, αφού δε σ' είχα γνωρίσει, παρά στου βίου τη δύση, Άδικα πήγαν τα νιάτα μου, νέα τρελλή μαυρομάτα μου, δεν είναι πια για φιλιά τα μαλλιά τα χιονάτα μου!
γι' αυτές τις άλλες εποχές που δεν ζήσαμε...
Αν βγουν αλήθεια (1920)
αλλά μέσα από τους καλλιτέχνες μπορούμε να πάρουμε μία ιδέα για το τι υπήρχε τότε...
Τώνης Μαρούδας
ΘΑ ΣΟΥ ΚΑΝΩ ΠΙΑ ΚΙ ΑΠΟΨΕ ΣΕΡΕΝΑΔΑ
Θα σου κάνω πειά κι απόψε σερενάδα
γιά στερνή φορά θα πω απ' την αρχή
τα παράπονα μου όλα στην αράδα
ν'ανασάνη η φορτωμένη μου ψυχή.
Απορείς μου λεν’ με την υπομονή μου
σε σκοτίζω, με βαριέσαι, δεν με θες
σ'ενοχλούνε και τα λόγια κι η φωνή μου
μου το είπε η φιλενάδα σου προχθές.
Κάποιος όμως σου γυρίζει τα μυαλά σου
γιατί άλλωτε ζητούσες να σου πω
κάθε βράδυ κάτ'απ'τα παράθυρά σου
με κιθάρα το γλυκό μ'αυτό σκοπό.
Με συχάθηκες κι εμέ και την καντάδα
δε σε μέλλει πιά γιά με τι θα γεννώ
μου το είπε η πιό πιστή σου φιλενάδα
και το βλέμμα που μου ρίχνεις σαν περνώ
Τα καημένα τα νιάτα (1918)
Μίλα μου για αγάπη...
Ακόμα ένα ταγκό από την Μαρία Κανελοπούλου
στίχοι, μουσική: Αττίκ
Ένα τραγούδι... με άσχημο τέλος...
Χάραζε ήταν αργά όλοι σιγά σιγά
φεύγαν οι καλεσμένοι ένας ένας κουρασμένοι απ’ αυτή την όμορφη γιορτή άδειασε τ’ αρχοντικό σκοτάδι μυστικό απλώθη στο σαλόνι που λησμονηθήκαν μόνοι στο χορό ζευγάρι τρυφερό κι ένα τάγκο στο βάθος τελείωνε με πάθος γλυκομουρμουριστό σαν νά ’λεγε κι αυτό Ρεφραίν Ακόμα ένα ταγκό το πιο γλυκό το πιο ωραίο έτσι αγκαλιαστά σφιχτά σφιχτά το τελευταίο ακόμα ένα ταγκό χαϊδευτικό που σε λιγώνει ταγκό που σε μεθάει που σ’ αρρωστάει που σε σκοτώνει Μες της νύχτας τη σιωπή χωρίς λόγο να πει εχόρευε με χάρη μαγεμένο το ζευγάρι μα εκεί που παύει η μουσική δυο μάτια φονικά προβάλλουν μυστικά μια λάμψη ένας κρότος να σωριάστηκε αυτός πρώτος μα κι αυτή κοντά στο χορευτή κι ενώ αγκαλιασμένοι κείτονται στο χαλί μαύρη μορφή σκυμμένη δίπλα τους παραμιλεί Ρεφραίν
Εκείνο το ταγκό τ' Αργεντινό
από την Δανάη
Ταγκό του 1936
μουσική, στίχοι Αττίκ.
Η παρτιτούρα γράφει: "Αφιερωμένο στη γυναίκα μου. Η Δανάη το πρωτοτραγούδησε. Γραμμένο γιά τη Λουίζα και την Κάκια. Εξετελέσθη διά πρώτην φοράν εις την χειμερινή Μάντρα του Αττίκ, Θέατρον Κοσμοπολίτ από τη Δανάη την 23.9.36"
Δεν σου πάει το πάχος Δημητράκη από τον Κυριάκο Μαυρέα, 1930
στίχοι, μουσική: Αττίκ
Τραγουδάκι του 1930 σε μουσική και στίχους Αττίκ. Η παρτιτούρα γράφει: "Τραγουδάκι που κατήντησε ύμνος της "Μάνδρας". Αφιερούται εις τους εντός και εκτός της "Μάνδρας" τζαμπατζήδες. Εις τους συνεργάτας μου της "Μάνδρας" συγγραφείς Παντελή Χορν, Α.Βώττην και Δ. Ευαγγελίδην" Είχα έναν φίλο Δημητράκη, ξακουστό στην πολυφαγία και στην λαιμαργία που όταν δεν πεινούσε έτρωγε μόνο ένα ψητό λίγα μακαρόνια και τριάμισι πεπόνια
Ήταν μεν παχύς αλλά φαινόταν ευτυχής με μια στρογγυλίτσα, όμορφη κoiλίτσα Μέχρι τη στιγμή όπου παντρεύτηκε ο φτωχός Κι άρχισε η κυρά του να γκρινιάζει διαρκώς
Δεν σου πάει το πάχος Δημητράκη Κάνε πια και δίαιτα λιγάκι Πρέπει να αποφεύγεις τα πολλά γλυκά Ρύζια, μακαρόνια και ζαχαρωτά
Μην κοιμάσαι πια το μεσημέρι Πήγαινε πεζή σε όλα τα μέρη Τρώγε το βραδάκι μόνο γιαουρτάκι Άκου με και με που σου μιλώ Για το καλό
Άρχισε να κόβει ό,τι του λεγεν αυτή το ψωμί, το ρύζι για ν'άδυνατίζει Μπήκε σαν να λέμε σε μια δίαιτα σωστή Και σε δυο βδομάδες είχε χάσει ογδόντα οκάδες
Μα όσο δε αυτός εκαταντούσε σκελετός έμενε η καϋμένη παραπονεμένη Ήθελε ακόμα να της γίνει πιο κομψός Κι έβαζε τους φίλους να του λένε διαρκώς
Δεν σου πάει το πάχος Δημητράκη Κάνε πια και δίαιτα λιγάκι Πρέπει να αποφεύγεις τα πολλά γλυκά Ρύζια, μακαρόνια και ζαχαρωτά
Μην κοιμάσαι πια το μεσημέρι Πήγαινε πεζή σε όλα τα μέρη Τρώγε το βραδάκι μόνο γιαουρτάκι Άκου με και με που σου μιλώ Για το καλό
Πέρασε ο καιρός όταν λαμβάνω ένα πρωί ένα μαύρο γράμμα μούσκεμα στο κλάμα Που έγραφε πως πέθανε από καταρροή Κι η γλυκιά συμβία με καλούσε στην κηδεία
Δεν είδα ποτέ μου να' ναι τόσοι διευθυνταί εστιατορίων στο νεκροταφείον Τι φωνές, τι κλάματα στο "Δεύτε ασπασμόν!" Μέχρι που ο παππάς του έψαλλε ως χαιρετισμόν
Δεν σου πάει το πάχος Δημητράκη Κάνε πια και δίαιτα λιγάκι Πρέπει να αποφεύγεις τα πολλά γλυκά Ρύζια, μακαρόνια και ζαχαρωτά
Μην κοιμάσαι πια το μεσημέρι Πήγαινε πεζή σε όλα τα μέρη Τρώγε το βραδάκι μόνο γιαουρτάκι Άκου με και με που σου μιλώ Για το καλό
Ο διαβατης της ζωης (1933)
Εκτέλεση: Νικόλας Μοσχονας Στίχοι, Μουσική: Αττίκ
Η παρτιτούρα γράφει " Εξετελέσθη δια πρώτην φοράν εις την Μάντραν του Αττίκ υπό του ιδίου.
Γράφτηκε στην Αθήνα. Αφιερωμένο εις τον εαυτό μου".
Νίκος Μοσχονάς τραγουδιστής της όπερας με διεθνή καρριέρα
Έρημος, βαρύς και μόνος
σέρνομαι μες στην ζωή
κάθε βήμα μου είναι πόνος
μα τον ξένο πόνο ποιος τον εννοεί
Δίχως σπίτι, δίχως σόϊ
περπατώ εδώ κι εκεί
και χτυπώ το κομπολόϊ
που μου χάρισαν στον κόσμο οι κακοί
Ορφάνεψα από μάνα και πατέρα
και λάτρεψα τον μόνο μ'αδελφό
που φρόντιζε κι εγώ ν' ανατραφώ
Εζούσαμε ενωμένοι, μα μια μέρα
το σπίτι μας πωλεί το πατρικό
τ' όλόχρυσο τ' αμπέλι το χωράφι
που έβγαζε σταφύλι έτσι γλυκό
Και φεύγει με μια βρώμα, μ'ένα κουρέλι
Κι από τότες ο καήμένος
παντού βάρος
παντού ξένος
Κι αν μετανιώσουμε (1932)
από τον Πύρρο Χρονίδη
ΚΙ ΟΜΩΣ
από την Χρυσούλα Στεφανάκη
στίχοι, μουσική: Αττίκ
Η παρτιτούρα γράφει: "Εις την κα Μιράντα Θεοχάρη με αγάπην. Διά τον πιστόν διερμηνέα των έργων μου Χρ. Λαμπρινούδη. Εξετελέσθη δια πρώτην φοράν υπό του συνθέτου την 17ην Ιουν. 1929 εις την Λέσχην των Καλλιτεχνών Ατελιέ"
"Το χρήμα"
από τον ηθοποιό Πάνο Χατζηκουτσέλη
Μουσική-στίχοι: Αττίκ
Που τρέχει με βία το πλήθος αυτό σαν νά’χει σαράντα βαθμούς πυρετό
επάνω και κάτω κινείται αενάως σαν κύμα
και λες πως είν’όλοι τους φρενοβλαβείς ποια είναι η αιτία της βίας αυτής;
Το χρήμα… το χρήμα
Καμάρι τις είχαν σε όλο το χωριό καλές αδελφές η Λενιώ κι η Μαριώ
μα πέθανε ο γέρος και άφησε πλούσιο κτήμα
και τώρα δεν πάνε μαζί στην εκκλησιά
ποιος φταίει που τα χάλασαν στη μοιρασιά;
Το χρήμα… το χρήμα
Παντρεύεται γέρος πεντάμορφη νιά
Και στ’ άσπρα μαλλιά του φοράει λεμονιά
Και λες είναι ο γάμος κηδεία για εκείνο το θύμα
για τ’άνθος που άδικα θα μαραθεί
ποιος φταίει που τόση δροσιά θα χαθεί;
Το χρήμα… το χρήμα
Η σύζυγος ενός βιοπαλαιστού συχνά στην αγκάλη ενός τοκιστού
της γραμματικής μελετάει το γλυκύτερο ρήμα
και σαν κοινωνεί μαρτυρεί στον παππά
πως ποιο πολύ κι απ’ τους δυο αγαπά το χρήμα… το χρήμα
Το χρήμα γεννάει τους πολέμους στη γη
Και των λαών την αλληλοσφαγή
Που κάνει τη μάννα να κλαίει σε νιόσκαφτο μνήμα
Που κείται μέσα πεντάμορφος νιος
Ποιος φταίει που δεν είναι κι’ αυτός ζωντανός;
Το χρήμα.. το χρήμα
Στον περίπατό σου τον εσπερινό
Συχνά μες τους δρόμους με την λέξη «πεινώ»
φτωχοί σ’ενοχλούν πλούσιέ μου
κι ανοίγεις το βήμα κι ιδρώνεις γιατί είσαι χοντρός και παχύς