Σελίδες

Σελίδες

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

μάθημα μουσικής Ε' τάξη, 4ο

p> βιβλίο μαθητή   http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2180/Mousiki_E-Dimotikou_html-empl/index4.html


Έλληνες στρατιώτες 

Έλληνες στρατιώτες στην μάχη 



(1ο ηχητικό Ντούτσε - Ντούτσε, 

Μπενίτο Μουσολίνι - Ντούτσε (Ιταλία)


Νίκος Γούναρης(Ντούτσε,Ντούτσε)

https://www.youtube.com/watch?v=OhPZgZEGZRM


Ντούτσε,Ντούτσε


Μας κοιτούσε μ’ ένα μάτι
ο Μπενίτο από καιρό,
χάθηκε στο νου του κάτι
φοβερό και τρομερό.

Και μια νύχτα ήρθε να πάρει
την Ελλάδα στα κλεφτά,
αλλά του ‘παν οι φαντάροι,
δεν περνούν σ’ εμάς αυτά.

Ήθελε να γίνει αφέντης,
να τον τρέμει η Ελλάς,
μα τον πρόφτασε ο λεβέντης
ο φουστανελάς.


2ο παιδιά της Ελλάδος παιδιά 

ΒΕΜΠΟ -ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΙΔΙΑ

https://www.youtube.com/watch?v=l8JzuSXs0GU

Σοφία Βέμπο
η τραγουδίστρια της Νίκης


ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΙΔΙΑ


Μέσ’ στους δρόμους τριγυρνάνε
οι μανάδες και κοιτάνε
ν’ αντικρίσουνε,
τα παιδιά τους π’ ορκιστήκαν
στο σταθμό όταν χωριστήκαν
να νικήσουνε.

Μα για `κείνους που `χουν φύγει
και η δόξα τους τυλίγει,
ας χαιρόμαστε,
και ποτέ καμιά ας μη κλάψει,
κάθε πόνο της ας κάψει,
κι ας ευχόμαστε:

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να `ρθετε ξανά.

Λέω σ’ όσες αγαπούνε
και για κάποιον ξενυχτούνε
και στενάζουνε,
πως η πίκρα κι η τρεμούλα
σε μια τίμια Ελληνοπούλα,
δεν ταιριάζουνε.

Ελληνίδες του Ζαλόγγου
και της πόλης και του λόγγου
και Πλακιώτισσες,
όσο κι αν πικρά πονούμε
υπερήφανα ας πούμε
σαν Σουλιώτισσες.

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να `ρθετε ξανά.

Με της νίκης τα κλαδιά,
σας προσμένουμε παιδιά


3ο 

ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ - ΠΑΤΡΙΔΑ ΠΑΤΡΙΔΑ

https://www.youtube.com/watch?v=3v7ccS2KigA



ΠΑΤΡΙΔΑ - ΠΑΤΡΙΔΑ

Γλέντι έχουν πόλεις και χωριά,
απ’ τη Ρούμελη ως το Μοριά,
πηδούνε και χορεύουν,
τον Μπενίτο κοροϊδεύουν.

Ο στρατός μας πάνω στα βουνά
για τη λευτεριά μας ξαγρυπνά,
με τ’ όπλο για φλογέρα
τραγουδάει νύχτα μέρα.

Πατρίδα, πατρίδα, Ελλάδα δοξασμένη,
κανείς δε θα σ’ αγγίξει τη γη την τιμημένη.
Πατρίδα, πατρίδα, όλα τα παιδιά σου,
στα σύνορα πεθαίνουν για την ελευθεριά σου.

Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.

Νύφη ντυμένη, άστρο λαμπερό,
με τον τσολιά της πλάι για γαμπρό,
γελάει ευτυχισμένη,
η Ελλάδα η δοξασμένη.

Δόξα με τη Νίκη θε να `ρθούν,
στην αγκαλιά της ν’ αποκοιμηθούν,
αφ’ όλα τα παιδιά της
γλυκοτραγουδούν μπροστά της:

Πατρίδα, πατρίδα, Ελλάδα δοξασμένη,
κανείς δε θα σ’ αγγίξει τη γη την τιμημένη.
Πατρίδα, πατρίδα, όλα τα παιδιά σου,
στα σύνορα πεθαίνουν για την ελευθεριά σου.

Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.


βίντεο , με φωτογραφίες από τον πόλεμο 

Άξιον Εστί - Πορεία προς το μέτωπο

https://www.youtube.com/watch?v=UOIh6b5EPpo

"Η "Πορεία προς το μέτωπο" από το Άξιον Εστί του μεγάλου Οδυσσέα Ελύτη.Απαγέλλει ο Μάνος Κατράκης"



Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.

Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.

Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους — ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ’ άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ’ναι.

Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι. Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ’ όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ’χαν λευκάνει απ’ τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του ’97 ή του ’12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα — έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ’ αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.

Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε, απ’ τ’ άλλο μέρος να ’ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ’λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.

Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.

Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.

Από τη συλλογή Το Άξιον εστί (1959)

[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 136-139]


ΠΗΓΗ : https://sarantakos.wordpress.com/2019/10/27/elytis-2/


 
ΌΛΟ το Άξιόν Εστι

Ελύτης Οδυσσέας
Το Άξιον εστί
http://www.potheg.gr/ProjectDetails.aspx?id=1126&lan=1




ηχητικό

διευθύνει ο συνθέτης: Μίκης Θεοδωράκης στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού (Αθήνα) το 2001

ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ ♥♥♥ ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΤΣΙΡΑΣ (LIVE)


https://www.youtube.com/watch?v=NOdvjxvOEw8


ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Γιάννης Κότσιρας ΩΔΕΙΟ ΗΡΩΔΟΥ ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ 21 ΜΑΪΟΥ 2001
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου! Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά στα ηφαίστεια κλήματα σειρά και τα σπίτια πιο λευκά στου γλαυκού το γειτόνεμα! Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό τα γυρίζω πίσω απ' τον καιρό τους παλιούς μου φίλους καλώ με φοβέρες και μ' αίματα!



ηχητικό ραδιοφωνικός σταθμός, 1ον ανακοινωθέν
ηχητικό ραδιοφωνικός σταθμός , εδώ ελεύθεραι ακόμα Αθήναι

ηχητικό το ακκορντεόν

Τ' ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ-Β.Παπακωνσταντίνου & παιδική χορωδία



https://www.youtube.com/watch?v=STipqOZDhp4


Τ΄ακορντεόν Στίχοι: Γιάννης Νεγρεπόντης Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Πρώτη εκτέλεση: Μάνος Λοΐζος Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο που ήξερε και έπαιζε τ' ακορντεόν όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος φωτιές στα χέρια του άναβε τ' ακορντεόν Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ' άλλα κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν Γερμανικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα και μια ριπή σταμάτησε τ' ακορντεόν Τ' αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει όποτε ακούω από τότε ακορντεόν κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει δε θα περάσει ο φασισμός.




Εμείς που μείναμε

μουσική : Σταύρος Ξαρχάκος , στίχοι : Νίκος Γκάτσος

Εμείς που μείναμε
στο χώμα το σκληρό
για τους νεκρούς
θ’ ανάψουμε λιβάνι
κι όταν χαθεί
μακριά το καραβάνι
του χάρου του μεγάλου πεχλιβάνη,
στη μνήμη τους θα στήσουμε χορό.

Εμείς που μείναμε
θα τρώμε το πρωί
μια φέτα από του ήλιου το καρβέλι,
ένα τσαμπί σταφύλι από τ’ αμπέλι
και δίχως πια του φόβου το τριβέλι,
μπροστά θα προχωράμε στη ζωή.

Εμείς που μείναμε
θα βγούμε μια βραδιά
στην ερημιά να σπείρουμε χορτάρι
και πριν για πάντα
η νύχτα να μας πάρει
θα κάνουμε τη γη προσκυνητάρι
και κούνια για τ’ αγέννητα παιδιά.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΞΑΡΧΑΚΟΣ: ΕΜΕΙΣ ΠΟΥ ΜΕΙΝΑΜΕ - ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΚΑΛΛΙΜΑΡΜΑΡΟ ΣΤΑΔΙΟ

https://www.youtube.com/watch?v=ihsvT30TTtU




ΜΕΓΑΛΗ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ
https://archive.ert.gr/7986/


βιβλίο εργασιών

http://www.pi-schools.gr/books/dimotiko/music_e/erg/erg_1_18.pdf

από το ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ: 

[Η παρέλαση] «Η παρέλαση» αποτελεί χαρακτηριστικό απόσπασμα του μυθιστορήματος Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου. Ο μικρός ήρωας, ο Πέτρος, μαζί με την αδελφή του την Αντιγόνη και τους φίλους του Σωτήρη και Γιάννη, παίρνει μέρος στην αντίσταση ενάντια στους κατακτητές, εκθέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του. Στο τμήμα που ακολουθεί, γίνεται θεατής της πιο παράξενης παρέλασης της ζωής του, που του δίνει την οδυνηρή ευκαιρία να αντικρίσει κατάματα τη σκληρή πραγματικότητα. 

Ο  Πέτρος δεν το 'θελε να πεθάνει από πείνα. Προχωρούσε στην άγνωστη γειτονιά. Ένιωσε τα μάτια του να τον τσούζουν από τα δάκρυα που δεν έβγαιναν. Είχε διαβάσει για ένα αγοράκι σαν και κείνον, που πεινούσε κι αυτό, μα έκανε χίλια δυο κατορθώματα σε μια επανάσταση στο Παρίσι, στα παλιά χρόνια. Έτρεχε από οδόφραγμα σε οδόφραγμα, κουβαλούσε φισέκια, έφερνε μηνύματα στους επαναστάτες... Γαβριά τον λέγανε, δεν ήτανε τ' όνομά του, αλλά το παρατσούκλι του. Άραγε τον τραβούσε και κείνον τόσο δυνατά το στομάχι; Ο Πέτρος έσκασε μόνο δύο λάστιχα σε γερμανικά φορτηγά, το ένα, μάλιστα, λέει πως το 'κανε ο Σωτήρης. Ούτε οδοφράγματα ούτε φοιτητές με τα λάβαρα μπροστά ούτε τίποτα. 

Μόνο ένας ένας πέφτουν στο δρόμο οι διαβάτες από την πείνα. Μήπως έπεσε κι ο Γιάννης και έχει τόσες μέρες να φανεί; Την τελευταία φορά είχε τόσο αδυνατίσει, που το μπαλάκι του πιγκ πογκ στο λαιμό του* είχε τόσο ξεπεταχτεί ακόμα πιο πολύ, θαρρείς σε λίγο θα 'φεύγε από το λαρύγγι του και θα 'κανε γκελ χάμω. 

Κατάλαβε πως είχε μπερδευτεί σε άγνωστα δρομάκια και προχώρησε να στρίψει, να βγει στη μεγάλη λεωφόρο, κι από κει ήξερε να πάει. Έστριψε και νόμισε πως ονειρεύεται. 

Πέρα, από τη μεγάλη λεωφόρο, ερχότανε μια αλλόκοτη λιτανεία. Βάδιζε κόσμος πολύς, βουβός, λες και ήτανε μαγεμένος. Μπροστά πηγαίνανε ανάπηροι πάνω στα καροτσάκια τους, που τα 'σπρωχναν νοσοκόμες, ντυμένες τις στολές τους. Πιο πίσω άλλοι ανάπηροι με τα δεκανίκια τους και πάρα πίσω κόσμος, κόσμος ατέλειωτος, που κρατούσανε τεντωμένα άσπρα πανιά* που γράφανε πάνω τους με τεράστια μαύρα γράμματα: «ΠΕΙΝΑΜΕ». Δεν ακουγόταν άλλος θόρυβος παρά το γκαπ γκουπ από τα δεκανίκια πάνω στην άσφαλτο. Ύστερα ακούστηκαν και ξερά κλακ κλικ από αυτόματα που τα οπλίζανε. Γύρισε ο Πέτρος και είδε να έρχονται από παντού καραμπινιέροι*. Ο κόσμος προχωρούσε σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Ο Πέτρος θα 'θελε να το βάλει στα πόδια, μα στεκότανε καρφωμένος, λες και τον είχανε μαγέψει. Τα καροτσάκια με τους ανάπηρους όλο και πλησίαζαν, ο αέρας ανέμιζε σαν σημαίες τα μαντίλια των νοσοκόμων.

Ο Πέτρος είχε πάει, μια φορά στη ζωή του, σε παρέλαση με το σχολείο. Την 25η Μαρτίου, πριν τον πόλεμο. «Είναι υποχρεωτικό», τους είχε πει ο κύριος Λουκάτος. «Όποιος δεν έρθει δε θα πάρει βαθμό». Ο Πέτρος έτσι κι αλλιώς θα πήγαινε, γιατί ήθελε πολύ να φορέσει την μπλε στολή του φαλαγγίτη*. Ο διευθυντής τούς είχε πει, μόλις περάσουν μπροστά από την εξέδρα των επισήμων, να φωνάξουνε: «Ζήτω ο αρχηγός*! Ζήτω η Ελλάδα!». Ο Σωτήρης και η παρέα του, πέντε έξι αγόρια από τα θηρία της τάξης, αντί να φωνάξουν «Ζήτω ο αρχηγός! Ζήτω η Ελλάδα!», φωνάζανε: «Ζήτω ο μαϊντανός! Ζήτω η φασουλάδα!». Δεν ακουγότανε βέβαια, γιατί οι φωνές τους μπερδευότανε με των άλλων παιδιών, μα ο Πέτρος που ήταν πλάι τους τους άκουσε και θύμωσε:

 — Αν δεν πάψετε, θα το πω στον κύριο, είπε στο Σωτήρη που ήταν δίπλα του στη γραμμή.

 Ο Σωτήρης το 'ξερε καλά πως δε θα μαρτυρούσε ποτέ, κι όμως το 'πε στους άλλους και τον βγάλανε «χαφιεδάκι»*. Πέρασε ολόκληρος μήνας, ώσπου να το ξεχάσουνε και να τον πάρουνε πάλι στην ομάδα του φουτμπόλ, κι ο Πέτρος πίστευε πως, αν δεν ήτανε καλός τερματοφύλακας, δε θα του το 'χανε ποτέ συγχωρέσει. Για τον αρχηγό δεν τον ένοιαζε και τόσο, μα δεν ανεχότανε να κοροϊδεύουν την ΠΑΤΡΙΔΑ. «Η πατρίδα είναι η πιο μεγάλη αγάπη της ζωής μας». Το παρήγγειλε κι ο θείος Άγγελος, το 'λεγαν και τα βιβλία. Μα τούτος τώρα δα ο κόσμος που περνούσε βουβός, δεν έλεγε τίποτα για την πατρίδα που στέναζε. Δεν τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο. Δε γράφανε τα λάβαρά τους «Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω το Έθνος!». Μόνο «ΠΕΙΝΑΜΕ». Δε θυμάται ποτέ στην ιστορία να διάβασε ο Πέτρος για κανέναν ήρωα που να φώναζε «Πεινάω». Ακόμα και στην πολιορκία του Μεσολογγιού, που πέθαιναν στην πείνα, φώναζαν «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ». Η βουβή παράτα* σταμάτησε απότομα, εκεί μπροστά του, αντίκρυ, κι αντίκρυ με τους καραμπινιέρους. Κλικ κλακ, τώρα θα χτυπήσουν. Ο Πέτρος περίμενε να δει τον κόσμο να κάνει μεταβολή και τις νοσοκόμες να γυρίζουν τα καροτσάκια πίσω. Να όμως που μια νοσοκόμα προχωρούσε αργά αργά. Μέσα στο καροτσάκι που σπρώχνει μπροστά της ήτανε ένας τραυματίας με τα δυο πόδια κομμένα. Θα χτυπήσουν, θα χτυπήσουν... Ο Πέτρος έκλεισε τα μάτια. Δεν ακούγεται τίποτα. Όταν τα ξανάνοιξε, οι καραμπινιέροι είχαν κατεβάσει τα όπλα. Όλα τα καροτσάκια ξεκινούν, μαζί κι οι ανάπηροι με τα δεκανίκια, κι ο κόσμος...σπάνε τη γραμμή των Ιταλών και προχωρούν.

 * το μπαλάκι του πιγκ πογκ στο λαιμό του: εννοεί το καρύδι του λάρυγγα,

 δηλαδή τη στρογγυλή προεξοχή που φουσκώνειόταν καταπίνουμε 


*τεντωμένα άσπρα πανιά είναι τα πανό 


* καραμπινιέροι (ο καραμπινιέρος): οπλισμένοι Ιταλοί αστυνομικοί 


* του φαλαγγίτη (ο φαλαγγίτης): οι φαλαγγίτες ήταν μέλη ομάδων, 

οργανωμένων με στρατιωτικό τρόπο, σε φασιστικά καθεστώτα. 

Στο κείμενο η συγγραφέας εννοεί τους φαλαγγίτες της Νεολαίας 

του δικτατορικού καθεστώτοςτου Ιωάννη Μεταξά, που αναφέρεται

 ως «αρχηγός» στη συνέχεια 


* (το) «χαφιεδάκι»: μικρός χαφιές, προδότης, καταδότης


 * (η) παράτα: η παρέλαση



Τσάρλυ Τσάπλιν, ο Δικτάτορας

The Great Dictator 1940 Full Movie

https://www.youtube.com/watch?v=pw23cHhdJuY






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Καλοδεχούμενα τα σχόλιά σας...