Σελίδες

Σελίδες

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2022

θεατρικό 25ης Μαρτίου 1821

 

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΧΡΕΟΣ


ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΧΡΕΟΣ Απο τα παιδια του δημοτικου σχολειου Δουραχανης

ΠΡΟΣΩΠΑ

(με τη σειρά που εμφανίζονται)

 1.      Καπετάνισσα

2.      Φρόσω

3.      Λενιώ

4.      Κωνσταντινιά

5.      Γιαννιός, ο τρελός του χωριού και Φιλικός Ασημάκης Ζαΐμης

6.      Αγάς

7.      1ος Τούρκος

8.      2ος Τούρκος

9.      Τζαννής

10. Στρατής

11. Γιωργής

12. Λευτέρης

13. Κώστας

14. Νικολής

15. Τασσώ

16. Βαγγελιώ

17. 1ο παλικάρι

18. 2ο παλικάρι

19. Αγγελιαφόρος

 ΣΚΗΝΙΚΟ: Εσωτερικό χωριάτικου σπιτιού. Κουρελήδες, βελέντζες κάτω, ένας σοφράς. Μικρά καρεκλάκια, σκαμνάκια. Στον τοίχο εικονίσματα, καντήλι που καίει. Κρεβάτι σε μιαν άκρη, κάποιο αδράχτι, σκεύη στον τοίχο.

 Μουσική υπόκρουση που να ταιριάζει με το σκηνικό. Κατά προτίμηση αργό Ηπειρώτικο κλαρίνο.

Φωτισμός: Νύχτα. Φως διακριτικό.

 

Α’          Π Ρ Α Ξ Η

                                                     Α’    ΣΚΗΝΗ

         (Στο δωμάτιο είναι η καπετάνισσα και συγυρίζει. Ακούγονται χτυπήματα)

 ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Ποιος είναι;

ΦΩΝΕΣ: Εμείς καπετάνισσα, οι γειτόνισσες μαθές.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Κοπιάστε

          (Μπαίνουν η Φρόσω, η Λενιώ, η Κωνσταντινιά. Φέρνουν μαζί τους και πλέξιμο, αδράχτια ή ότι άλλο.)

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:  Ελάτε. Ελάτε, καθίστε.

          (Κάθονται. Κοιτάζονται μεταξύ τους οι νεοφερμένες. Η Καπετάνισσα τις παρατηρεί και σφίγγει τα φρύδια της).

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Ε, τι έχετε γειτόνισσες; Συμβαίνει τίποτε;

ΦΡΟΣΩ: (δισταχτικά) Τι να συμβαίνει καπετάνισσα; (γυρίζει στις άλλες) Συμβαίνει τίποτε γειτόνισσες;

ΛΕΝΙΩ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΑ: (κοιτάζονται μεταξύ τους). Όχι, όχι…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Ακούστε εδώ. Σας ξέρω καλά εγώ. Αφήστε τώρα τις ψευτιές. Δε με γελάτε μένα. Πέστε μου γρήγορα. (κοιτάζει τη Λενιώ) Πες μου Λενιώ. Τι συμβαίνει κι έχετε τέτοια μούτρα;

ΛΕΝΙΩ: (κοιτάζει τις άλλες)…..

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (Πλησιάζει και πιάνοντάς την, την ταρακουνάει) Άκου εδώ. Εμένα δε με κοροϊδεύει κανένας, ακούς; Εσένα ρώτησα. Δε ρώτησα τις άλλες. Είπα, λέγε.

ΦΡΟΣΩ: (Αποφασιστικά) Καπετάνισσα. Παράτα την. Δεν ξέρει αυτή. Θα σου πω εγώ. Καπετάνισσα….

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Λέγε ωρέ Φρόσω. Εγώ στάθηκα σαν μάνα για σας. Εμένα μού κρύβετε την συλλογή σας; Λέγε λοιπόν…

ΦΡΟΣΩ: (Κάθεται σ’ ένα σκαμνί) Κάθισε καπετάνισσα. Θα σου πω.

 

                                               Β’    ΣΚΗΝΗ

(Χτυπά η πόρτα. Πηγαίνει κι ανοίγει η καπετάνισσα κι εμφανίζεται ο Γιαννιός, ο τρελός του χωριού. Ντυμένος ατημέλητα χοροπηδά και κάνει διάφορα αστεία)

ΓΙΑΝΝΙΟΣ: …. Χαρά στις χήρες και στις νιές

                                και στις ομορφονιές

                                χαρά και στις κυράδες…. 

 

(Κάνει διάφορες τρέλες. Αναποδογυρίζει τα σκαμνιά. Τρυπώνει κάτω από τις βελέντζες. Παίρνει ένα κουβά και τον βάζει στο κεφάλι του κι αρχίζει να χορεύει τραγουδώντας)

 

                            Θα τους κρεμάσουμε τους σκύλους

                            τις γάτες, τις πάπιες, τις χήνες,

                            τις κότες, τα κόκκινα ποντίκια…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (αυστηρά) Γιαννιό. Σύχασε είπα.

ΓΙΑΝΝΙΟΣ: (γυρνάει γύρω της. Φωνάζει) … τις γάτες, τις πάπιες, τα κόκκινα ποντίκια…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Είπα. Σύχασε. Θες να φας τίποτε; (του φέρνει ψωμί). Πού γύρναγες, πάλι, σαν αερικό, κατακαημένε;

ΓΙΑΝΝΙΟΣ: (τρώει με βουλιμία και μουρμουρίζει)… τις γάτες, τους σκύλους…

(περπατάει σιγά – σιγά, πηγαίνει πίσω από τη Λενιώ και φωνάζει με όλη του τη δύναμη): Μπουουμμμ (ξεκαρδίζεται στα γέλια)

ΛΕΝΙΩ: (πετάγεται όρθια, ενώ οι άλλες γελάνε) Να χαθείς, αναθεματισμένε. Αχ πήρα μια τρομάρα… (σταυροκοπιέται)

 

         (ο Γιαννιός φεύγει τραγουδώντας πάντα μες στα δόντια του το τραγούδι του)

 

ΦΡΟΣΩ: Παλαβός τέλεια. Ο Θεός ξέρει, τι αμαρτίες πληρώνει.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Δε βαριέσαι. Είν’ ευτυχισμένος. Δεν ξέρει. Δε νιώθει, ίσως. Αλλοίμονο σε μας που ‘χουμε το μυαλό. Που ‘χουμε λογικό, και βλέπουμε, τι γίνεται γύρω μας. Οι τρελοί είναι οι αγαπημένοι του Θεού. Ευτυχισμένοι μέσα στην τρέλα τους.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΑ: Αλήθεια. Πώς βρέθηκε εδώ ο Γιαννιός; Απ’ ότι ξέρω δεν ειν’ απ’ τα μέρη μας. Ψέματα;

ΛΕΝΙΩ: Κανένας δεν ξέρει από πού κρατάει η σκούφια του.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Λες και τον άφησε πουλί στον τόπο μας. Λένε πως είναι από κάποιο νησί. Απ’ τα Εφτάνησα νομίζω. Ούτε γονείς έχει, ούτε κανένα στον κόσμο. Έτσι γυρνάει. Σαν την άδικη κατάρα. Ένα κομμάτι ψωμί, αυτό θέλει. Κι όλο τραγουδάει.

ΦΡΟΣΩ: Δε σάς φάνηκε παράξενο το τραγούδι του;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΑ: Έλα, τώρα, κι εσύ. Από τρελό τι περιμένεις; Μουρλάδες, τι άλλο;

ΛΕΝΙΩ: Όμως και οι Τούρκοι ακόμα τον αγαπάνε.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Η τρέλα είναι ιερή αρρώστια στη θρησκεία τους. Σέβονται τους τρελούς.

ΦΡΟΣΩ: Εδώ που τα λέμε, αυτός ο Γιαννιός τους κοροϊδεύει. Ώρες, ώρες νομίζεις πως το κάνει επίτηδες.

                                                     Γ’    ΣΚΗΝΗ

        (Λιγόχρονη σιωπή. Μόνο η μουσική ακούγεται. Ασχολούνται με τις δουλειές τους οι γυναίκες. Σε μια στιγμή ακούγονται άγρια χτυπήματα στην πόρτα. Τρομάζουν)

 ΦΩΝΕΣ ΑΠΟ ΕΞΩ: Ανοίξτε ωρέ γκιαούρηδες.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Μη σκιάζεστε. Δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε.

ΦΩΝΕΣ: Ανοίξτε. Θα γκρεμίσουμε τις πόρτες σκυλιά.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Καλά. Καλά. Ερχόμαστε. (πηγαίνει και ανοίγει)

         (Μπαίνουν μέσα ορμητικά ένας Αγάς και δυο Τούρκοι στρατιώτες. Αρχίζουν και ψάχνουν. Ο Αγάς κόβει βόλτες και στέκει πότε – πότε και κοιτάζει αυστηρά τις γυναίκες)

 ΑΓΑΣ: Κάτι δεν πάει καλά, ωρέ γυναίκες. Κάτι κρύβετε εσείς.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Τι πράγματα είναι τούτα που λες, Αγά; Ντροπής! Δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε. Δεν μάς αφήσατε να ‘χουμε τίποτε.

ΑΓΑΣ: Μάζωξε τα λόγια σου γυναίκα. Πολλά λες. Πολλά.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Κι εσύ πολλά κάνεις. Μες στη νύχτα, τι γυρεύετε σε ξένα σπίτια; Πάρε τους ανθρώπους σου, και πήγαινε στο καλό! Έρημες γυναίκες είμαστε, δεν έχουμε τίποτε να κρύψουμε, σού λέω.

ΑΓΑΣ:  Πας γυρεύοντας για καυγά. Τρέχει η γλώσσα σου πολύ, και δε θα σε βγάλει σε καλό. Μ’ ακούς; (γυρίζει στις γυναίκες) Κι εσείς ωρέ γυναίκες, τι γυρεύετε τέτοια ώρα εδώ; Σπίτια δεν έχετε;

ΦΡΟΣΩ: (με θάρρος) Γειτόνισσες είμαστε μαθές. Είπαμε να κάνουμε λίγη συντροφιά στην Καπετάνισσα.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Αγά. Δεν έχω πολλά λόγια. Οι γυναίκες είναι δικοί μου άνθρωποι. Είπα άδικα ψάχνουν οι δικοί σου. Δεν υπάρχει τίποτε για να κρύψουμε. Στο καλό να πας.

                (Την ίδια στιγμή μπαίνει πάλι ο Γιαννιός. Αρχίζει να στριφογυρίζει γύρω στους Τούρκους και να κάνει ότι κάνουν αυτοί κι όλο τραγουδάει)

                                          … θα τους κρεμάσουμε τους σκύλους,

                                              τις γάτες, τις πάπιες, τις χήνες,

                                              τις κότες, τα κόκκινα ποντίκια…

 ΑΓΑΣ: (εκνευρισμένος) Βγάλε το σκασμό ωρέ. Μ’ ακούς;

ΓΙΑΝΝΙΟΣ: (τον κοροϊδεύει περπατώντας επίσημα)

                                       …. τα κόκκινα ποντίκιααα

1ος ΤΟΥΡΚΟΣ (ορμάει πάνω του) : Σκασμός ωρέ γκιαούρη…

2ος  ΤΟΥΡΚΟΣ: (τον πιάνει) Μα τον Αλλάχ, θα τον σκοτώσω Αγά.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (μπαίνει στη μέση) Αγά, πάρε τους από εδώ. Ο Αλλάχ απ’ ότι ξέρω, έχει για ιερή την τρέλα.

ΑΓΑΣ: Πάρτε αυτόν τον γκιαούρη από μπροστά μου. Κι εσύ Καπετάνισσα σκέψου καλά τι θα σε ρωτήσω.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Βουλήθηκες Αγά, να τα βάλεις τώρα και με γυναίκες;

ΑΓΑΣ: (οργισμένος) Τι λες, γυναίκα;  Θα σε περάσω στο σουβλί. Μάζεψε την γλώσσα σου. Μολόγα τώρα. Πού ’ναι ο καπτα – Τζαννής; Τελευταία τον είδανε στο διάσελο με μερικούς γκιαούρηδες. Εσύ θα ξέρεις. Γυναίκα του είσαι. Λέγε.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (σταυρώνει τα χέρια) Άκου Αγά. Διαφεντεύεις την λευτεριά μας με τρόπο άτιμο. Όχι όμως, και την καρδιά μας, έτσι; Ο καπτα – Τζαννής, είναι ο άντρας μου, και το ’χω για τιμή και περηφάνεια μου. Όμως δεν ξέρω πού είναι. Δεν είμαι εγώ απ’ τις γυναίκες που σκιάζονται και  που τρέχουν ξοπίσω του. Δεν ξέρω που ’ναι, αλλά, όπου κι αν είναι, καλά είναι, κι έχει την ευχή του Θεού. Τίποτ’ άλλο!

ΑΓΑΣ: Καλά, γυναίκα. Θα τιμωρηθείς για τα λόγια σου αυτά. Θα τον βρούμε εμείς τον άντρα σου. Γι’ αυτό να ’σαι σίγουρη. Θα σου τον φέρω να τον μοιρολογήσεις. Βαλ’ το καλά τούτο στο ξεροκέφαλό σου. (γυρίζει στους άντρες του) Πάμε ωρέ.

ΓΙΑΝΝΙΟΣ: (πηγαίνει πίσω από τον Τούρκο και του τραβάει το φέσι κι αυτός αρχίζει να τον κυνηγάει τρέχοντας ξοπίσω του. Τραβάει σπαθί.)

ΑΓΑΣ: Χάλασέ τον, τον άτιμο.

ΓΙΑΝΝΙΟΣ: (δίνει το φέσι και κρύβεται πίσω από την Καπετάνισσα και κάνει τρελά σχέδια, κοροϊδευτικά)

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Μάζεψε το σπαθί σου. Άσε τον Γιαννιό στην τρέλα του και μάς στην ησυχία μας.

       (Οι Τούρκοι φεύγουν. Οι γυναίκες μαζεύονται γύρω στην Καπετάνισσα. Ο Γιαννιός κάθεται στα πόδια και μασουλάει ένα κομμάτι ψωμί, τραγουδώντας το γνωστό του τραγούδι)

 

Α   Υ   Λ   Α    Ι   Α

 

Β’     Π Ρ Α Ξ Η

  

Α’   ΣΚΗΝΗ

 (Στο ίδιο σπίτι, το άλλο βράδυ. Είναι συναγμένοι οι άντρες, ο καπτα – Τζαννής, ο τρελο – Γιαννιός. Είναι όλοι οπλισμένοι. Κάθονται γύρω ή στέκονται όρθιοι κι ακουμπάνε στα όπλα τους. Ο καπτα – Τζαννής επιβάλλει ησυχία. Λιγόχρονη σιωπή. Μουσική υπόκρουση.)

 ΤΖΑΝΝΗΣ: Καθήστε. Καθήστε. (Κάθονται ή στηρίζονται στα όπλα τους. Ο καπετάνιος κάνει νευρικές βόλτες). Λοιπόν, ακούστε. Ήρθε η μεγάλη ώρα. Δεν είναι καιρός, πια, για μεγάλα λόγια,  μα για μεγάλα έργα. Όσοι φοβούνται να μείνουν με τις γυναίκες.

         (Πετάγονται όλοι πάνω και ακούγονται φωνές διαμαρτυρίας.)

ΣΤΡΑΤΗΣ: Μεγάλο λόγο ξεστόμισες καπετάνιο.

ΓΙΩΡΓΗΣ: Πάρ’ το λόγο πίσω καπτα – Τζαννή.

ΤΖΑΝΝΗΣ: Βάλτε ωρέ την γλώσσα σας μέσα. Πολλά λέτε. Ο λόγος είναι λόγος. Τον παίρνει ο αγέρας και χάνεται. Τα έργα μένουν. Και τ’ άξια παλληκάρια θα το δείξουν πολύ γρήγορα.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Καπτα – Τζαννή, το ’χουμε κιόλα δείξει. Τα κορμιά μας είναι γεμάτα λαβωματιές. Δε φοβάται ο βρεμένος τη βροχή. Γι’ αυτό κι εγώ σού λέω. Μεγάλο λόγο ξεστόμισες.

ΤΖΑΝΝΗΣ: Πάει καλά. Λοιπόν, ακούστε τι έχω να σας πω. Πολύ γρήγορα θα έχουμε ξεσηκωμό. Στη σύναξη των καπεταναίων στη Βοστίτσα αποφασίστηκε. Ο Μητροπολίτης Γερμανός θα σηκώσει το λάβαρο στην Αγία Λαύρα. Αυτό θα ’ναι το σύνθημα. Τούτο θα γίνει στις 25 του Μάρτη.

Κώστας: Σημαδιακή μέρα.

ΝΙΚΟΛΗΣ: Ναι, άγια μέρα, του Βαγγελισμού.  Βοήθειά μας.

ΤΖΑΝΝΗΣ: Πολλά λόγια δεν θα πείτε.   Δεν θα μολογησετε σε κανέναν, ούτε με τις γυναίκες ούτε με τους άλλους. Μόνο όσοι είναι στην Φιλική Εταιρεία θα γνωρίζουν.  Κι αυτοί είναι ορκισμένοι.

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Πάει καλά καπτα – Τζαννή. Θα γίνει όπως το λες.

       (Μπαίνει η καπετάνισσα. Κοιτάζει όλους ερευνητικά)

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Τ’ αμίλητο νερό ήπιατε, ωρέ; Ήθελα να ’ξερα τι μυαλό κυβερνάτε… τι έχει μέσα…

ΤΖΑΝΝΗΣ; Πολλά λες, γυναίκα. Στην δουλειά σου εσύ, στην δική μας εμείς. Άσε μας τώρα.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (Βάζει τα χέρια στη μέση) Άκου καπτα – Τζαννή. Μπορεί να ’σαι άντρας μου και αφέντης του σπιτιού αυτού. Όμως έχω κι εγώ ένα λόγο εδώ μέσα.

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Καπτα – Τζαννή… τι λέει η Καπετάνισσα;

ΤΖΑΝΝΗΣ: Γυναίκα, ένα λόγο είπα, και άλλο δεν έχω. Το κουμάντο το κάνω εγώ. Λοιπόν… Κάνε ότι έχεις να κάνεις κι άδειασέ μας τον τόπο. Αυτά δεν είναι λόγια για γυναίκες. Μ’ ακούς ωρέ;

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (δεν αλλάζει στάση)                                               

                                                      Β’     ΣΚΗΝΗ

                  (Μουσική υπόκρουση. Η ένταση υπάρχει διάχυτη. Ακούγονται χτυπήματα. Μπαίνουν μέσα οι γυναίκες της Α’ πράξης καθώς κι η Βαγγελιώ και η Τασσώ. Πηγαίνουν κατά την Καπετάνισσα)

 ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (συνεχίζει) Τις βλέπεις αυτές ωρέ Τζαννή; Είναι μανάδες κι αδελφές και θέλουν να μάθουν (τονίζει τα λόγια της). Έχουν το δικαίωμα να μάθουν. Αύριο, μεθαύριο θα τις σπρώξεις στο γκρεμό να σκοτωθούν, για τούτο τον τόπο. Θα σου γειάνουν τις πληγές. Θα μοιρολογήσουν σε τάφους. Θα νανουρίσουν τα παιδιά σας. Θέλουν να ξέρουν.

ΤΖΑΝΝΗΣ: Το ξέρεις πολύ καλά γυναίκα. Ο σκοπός είναι μεγάλος και ιερός. Εσείς οι γυναίκες είστε από άλλη πάστα. Δεν κρατάτε τη γλώσσα σας. Η Πατρίδα έχει ανάγκη από όλους εμάς. Όμως αφήστε τα πολλά και τα δύσκολα για τους άντρες.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Τι λέτε ωρέ εσείς οι γυναίκες; Πώς τα λογιάζετε όλα τούτα;

ΤΑΣΣΩ: Ο καθένας έχει το δίκιο του. Όμως…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Μιλήστε ωρέ κι εσείς.

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Εγώ λέω να μην τους ακούσουμε, Καπετάνισσα. Αφού ο καπτα – Τζαννής δε μας λογιάζει…

ΤΖΑΝΝΗΣ: (κινάει κατά πάνω της) Τι λες ωρή; Τι ξεστόμισες…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (μπαίνει μπροστά του) Κράτα την παλικαριά σου για τους Τούρκους.

ΝΙΚΟΛΗΣ: (στον καπετάνιο) Κατάλαβες; Σηκώσανε μπαϊράκι και οι γυναίκες.

ΚΩΣΤΑΣ: Καλό και τούτο. Και τι θα ’χουμε ωρέ για φλάμπουρο; Το μαντήλι τους;

ΓΙΩΡΓΗΣ: Το μυαλό τους είν’ έξω απ’ το κεφάλι τους.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Χάλασε ο κόσμος. Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν…

ΛΕΝΙΩ: Το μυαλό σου χάλασε, Λευτέρη.

ΤΑΣΣΩ: Αφήστε τα μεγάλα λόγια. Χρόνια και εμείς περιμένουμε την λευτεριά και δεν έρχεται. 400 ολάκερα.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (κάνει νόημα σε όλους) Φτάνει ωρέ πατριώτες. Η αξιάδα και η γεροσύνη του μυαλού και του κορμιού δε μετριούνται με λόγια έτσι; Πήραμε μια απόφαση. Πάει τέλειωσε. Σώνουν οι κουβέντες.

 

Γ’      ΣΚΗΝΗ

 (ακούγονται χτυπήματα στην πόρτα)

 ΦΩΝΗ ΑΠ’ ΕΞΩ: Ανοίξτε χριστιανοί, για όνομα του Θεού…

ΦΩΝΕΣ ΜΕΣΑ: Ποιος είναι; Ποιος…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Καπτα – Τζαννή, πάρε τους άντρες σου μέσα. Θα δω εγώ. Εσείς γυναίκες πιάστε, και κάντε καμιά δουλειά.

ΦΩΝΗ ΑΠ’ ΕΞΩ: Ανοίξτε… ανοίξτε…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (πηγαίνει και ανοίγει) Καλώς τα παλικάρια.

          (Μπαίνουν δυο παλικάρια. Το ένα κρατάει στην πλάτη του έναν πληγωμένο. Τον αφήνει σιγά -σιγά κάτω. Αυτός βογκάει.)

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Τι είν’ ωρέ παλικάρι;

1ο ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ: Μήνυμα φέρνει, Καπετάνισσα από τη Βοστίτσα, από τους προεστούς. Έπεσε, όμως, σε παγίδα, και λαβώθηκε. Κατάφερε, και ξέφυγε.

2ο ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ: Τον βρήκαμε σε μια ρεματιά. Παραπατούσε. Έχανε πολύ αίμα. Μάς είπε για το μήνυμα.

    (Μπαίνουν και οι άντρες. Ο καπτα – Τζαννής γονατίζει κοντά του. Κάνουν ένα μεγάλο κύκλο άντρες και γυναίκες. Του φέρνει νερό.)

ΤΖΑΝΝΗΣ: Τι έχεις ωρέ παλικάρι;

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: (δε μιλάει μα βογκάει)…….

ΤΖΑΝΝΗΣ: Τι είναι ωρέ, τί συμβαίνει;

2ο ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ: Σού φέρνει μήνυμα Καπετάνιο.

ΤΖΑΝΝΗΣ: Αλήθεια;

1ο ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ: Το ’χει θαρρώ μαζί του. Μόνο άμα πεθάνω, μάς είπε, να το πάρετε και να το δώσετε του καπτα – Τζαννή.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: (με σβησμένη και κομμένη φωνή, ακούγεται μουσική υπόκρουση) Καπτα – Τζαννή… θέλω… θέλω να σου… το μήνυμα…

ΤΖΑΝΝΗΣ: Κουράγιο παλληκάρι μου. Οι γυναίκες θα σε περιποιηθούν.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: Όχι, το ξέρω… στέρεψ’ η ζωή μου… ένα λυπάμαι… ένα… ένα θέλω… την Πατρίδα… προσέξτε… την Πατρίδα παιδιά… την Πατρί… (γέρνει απότομα το κεφάλι. Πεθαίνει. Μένουν όλοι σιωπηλοί. Του παίρνει απ’ την ζώνη του το μήνυμα ο Τζαννής.)

ΤΖΑΝΝΗΣ: Φέρτε ωρέ κλαρί να το βάλουμε πάνω το παλληκάρι. Οι κλέφτες δεν καταλαβαίνουν για στρώμα, παρά πέτρα σκληρή και κλαρί απ’ το λόγκο. (Δυο παλληκάρια πάνε δίπλα και φέρνουν κλαρί. Σηκώνουν το παλληκάρι και το τοποθετούν πάνω. Η Φρόσω παίρνει μια μπουκάλα κρασί και το ρίχνει πάνω. Η Λενιώ φέρνει ένα σεντόνι λευκό και το σκεπάζει. Η Καπετάνισσα φέρνει ένα εικόνισμα και το βάζει στα σταυρωμένα χέρια του. Πάντα μουσική υπόκρουση.)

         (Εδώ οι άντρες του Τζαννή και ο Τζαννής τραγουδούν  την «Κλέφτικη ζωή»: Μαύρη μωρέ, μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες… πάντα γύρω από το νεκρό.)

 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΑ: Να ’χεις την ευλογία του Θεού.

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Πήγε από βόλι. Μη τον κλαίτε. Δεν έζησε, δεν πέθανε χωρίς λόγο.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Πάψτε τώρα. Για την πατρίδα ο θάνατος, θάνατος δεν είναι. Χαρά είναι. Μόνο πες μας αφέντη, τι λέει η γραφή.

ΤΖΑΝΝΗΣ: (Ανοίγει το χαρτί και διαβάζει μόνος του. Όσο διαβάζει τόσο αλλάζει μορφή. Οι άλλοι μαζεύονται γύρω του και προσπαθούν να μαντέψουν)

                                                          Δ’       ΣΚΗΝΗ

 (Εκείνη τη στιγμή ακούγονται άγρια χτυπήματα στην πόρτα. Φωνές άγριες απ’ έξω)

 ΑΓΑΣ: Ανοίξτε ωρέ γκιαούρηδες. Θα σπάσω την πόρτα.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Πάρε τα παλληκάρια, ωρέ Τζαννή. Στάσου εδώ δίπλα. Μη φύγετε. Αυτοί οι Τούρκαλάδες μπορεί να μάς χαλάσουν. Γι’ αυτό να ’χετε το νου σας.

ΑΓΑΣ: Α, ωρέ. Θα σας αφανίσω. Θα σας πετσοκόψω. Ανοίξτε είπα…

               (Οι άντρες φεύγουν. Η Καπετάνισσα κάνει νόημα στις γυναίκες. Πηγαίνει, κι ανοίγει, αφού οι γυναίκες έχουν κάτσει κάτω. Αγάς και Τούρκοι ορμάνε μέσα με τα σπαθιά στα χέρια.)

ΑΓΑΣ: Μα τον Αλλάχ, δεν γλιτώνετε. Τι τρέχει ωρέ; (βλέπει τις γυναίκες που είναι γύρω στο νεκρό)

ΑΓΑΣ: Τι είναι πάλι τούτος εδώ; Από τον ουρανό έπεσε; Ποιος γκιαούρης είναι;

ΤΑΣΣΩ: Στην πόρτα, τον βρήκαμε Αγά μου, καθώς ερχόμαστε. Δεν τον ξέρουμε.

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Φωνάξαμε την Καπετάνισσα. Τον πήραμε μέσα. Ζωή δεν είχε… Αυτό ’ναι όλο.

ΑΓΑΣ: (γυρνάει γύρω γύρω) Έτσι ε; Αυτό είν’ όλο… Αυτά είχατε να πείτε;

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Αυτό ‘ναι όλο. Τίποτ’ άλλο. Άσε τις γυναίκες ήσυχες.  Μοιρολογάνε το παλληκάρι.

1ος ΤΟΥΡΚΟΣ: (πλησιάζοντας το νεκρό) Αυτόν τον ξέρω, τον γκιαούρη. Τον τραυματίσαμε στην ρεματιά.

ΑΓΑΣ: Τι λες ωρέ, αλήθεια;

2ος ΤΟΥΡΚΟΣ: Αλήθεια πολυχρονεμένε μου Αγά. Τον είδα κι εγώ, με τα μάτια μου. Δεν ξέρω πως τα κατάφερε, και έφτασε μέχρις εδώ.

1ος ΤΟΥΡΚΟΣ: Την ώρα που θα τον πιάναμε, μπήκαν στη μέση κάτι γκιαούρηδες, κι άρχισαν να μάς ρίχνουν.

2ος  ΤΟΥΡΚΟΣ: Βρήκε, τότε, την ευκαιρία και το ’σκασε.

ΑΓΑΣ: Ώστε έτσι; Τότε… (κοιτάζει φιλύποπτα την Καπετάνισσα. Την πλησιάζει, ενώ αυτή έχει σταυρώσει τα χέρια στο στήθος, και τον ατενίζει περήφανα)

ΑΓΑΣ: Εσύ κυρά…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Τι εγώ Αγά;

ΑΓΑΣ: Λέω… εσύ… σίγουρα θα ξέρεις;  Λέγε…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Γιατί να ξέρω Αγά; Θαρρείς πως τον ξέρω τούτον εδώ; Ούτε απ’ τα μέρη μας είναι. Στην πόρτα μου βρέθηκε, κι οι γυναίκες…

ΑΓΑΣ: (ειρωνικά) Οι γυναίκες λοιπόν. (αγριεύει) Λέγε γκιαούρισσα γιατί σ’ έσφαξα. Τι γύρευε αυτός εδώ; Γιατί να διαλέξει, την δική σου πόρτα;

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Αγά, παράτα τις παλικαριές, γιατί μα το Θεό…

ΑΓΑΣ: Για λέγε, για λέγε, τι θα κάνεις;  Αλλοίμονό σου αν ανακαλύψω κάτι ενάντιό σου!

                                                         Ε’     ΣΚΗΝΗ

          (Μπαίνει εκείνη τη στιγμή ο Γιαννιός. Δεν τον έχει πάρει κανένας χαμπάρι. Πηγαίνει στον Αγά και του φωνάζει ένα φοβερό «μπαμ». Αυτός πετάγεται τρομαγμένος κι αρκετά κωμικά)

 ΑΓΑΣ: Σκύλε. Χαλάστε τον μωρέ.

          (τρέχουν οι Τούρκοι)

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (μπαίνοντας στη μέση) Πίσω ωρέ. Αφήστε το Γιαννιό, είπα.

ΑΓΑΣ: Κάνε πέρα, και σε σφάζω.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Έλα, ωρέ Αγά, παλληκαρά. Που ’μαθες τώρα να τα βάζεις και με γυναίκες.

1ος ΤΟΥΡΚΟΣ: Να την σφάξω, Αγά;

2ος ΤΟΥΡΚΟΣ: Άστηνε  σε μένα, Αγά.

ΑΓΑΣ: Πίσω ωρέ. Θα μας πάρουνε για κιοτήδες.

        (Οι γυναίκες στο μεταξύ κύκλωσαν την Καπετάνισσα. Στα πόδια της ο Γιαννιός εξακολουθεί να κρύβεται, και να μουρμουρίζει το τραγούδι του «θα τους κρεμάσουμε τους σκύλους…». Καθώς ξεφεύγουν πιο πέρα, φεύγει κι αυτός και μασουλώντας ένα ξεροκόμματο τραγουδάει πάντα)

ΑΓΑΣ: Ψάξτε, ωρέ καλά. Μπορεί εδώ μέσα να κρύβονται κι άλλοι. Για να ’ρθει αυτό το θρασίμι εδώ, πάει να πει ότι κάτι ή κάποιον θα γύρευε. (οι Τούρκοι ψάχνουν)

            (Ο Γιαννιός τους προκαλεί. Πηγαίνει πίσω τους, στα βήματά τους, τραγουδώντας και χορεύοντας. Αυτοί τον κλωτσάνε. Στο τέλος ο Αγάς βγάζει το μαχαίρι του, κι ορμάει στον τρελό)

ΛΕΝΙΩ: (τρέχοντας προς το μέρος του Γιαννιού) Μη… μη… για το Θεό…

          (Πέφτει πάνω στο μαχαίρι του Αγά και λαβώνεται. Οι άλλες πάνε κοντά της.)

ΛΕΝΙΩ: (Βγάζει κραυγή)  …. Αχ …. Με φάγανε… με φαγανε…

       (Γίνεται αναταραχή. Οι γυναίκες στριγκλίζουν. Βλέπουν μια το μαχαίρι και μια τη Λενιώ που είναι στα πόδια του.)

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Θα πληρώσεις ωρέ Αγά. Εγώ θα σε χαλάσω…

ΦΡΟΣΩ: (φωνάζει) Καπτα – Τζαννή… παλικάρια…

      (Μουσική υπόκρουση θριαμβευτική)

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (Βγάζει ένα μαχαίρι, και ορμάει στον Αγά. Ο Γιαννιός τον πιάνει απ’ τα πόδια, και η Καπετάνισσα ορμάει.) Να… ωρέ…

ΤΖΑΝΝΗΣ: (μπαίνοντας με τα παλικάρια του) Ορμάτε τους, παλληκάρια… Έφθασε η ώρα τους…

    (Τα παλικάρια του ορμούν, οι Τούρκοι τρέχουν να σωθούν, ενώ ο Γιαννιός εξαφανίζεται)

ΑΓΑΣ: (βογκώντας, έξω από την σκηνή) Με φάγατε μωρέ…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (κοιτάζει προς τα έξω) Εγώ στο ’ταξα Αγά. Έτσι θα χαλάσουμε και όλην την Τουρκιά.

ΤΖΑΝΝΗΣ: (πηγαίνει κοντά της) Σύχασε τώρα…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Μπήκε το νερό στ’ αυλάκι, άντρα μου. Ότι γράφει, δεν ξεγράφει. Μπήκαμε για τα καλά στο χορό, και θα χορέψουμε…

ΦΡΟΣΩ: (με χαρά) Το ’δειξες καλά, Καπετάνισσα, πως γίνεται ο καλός χορός…

ΛΕΝΙΩ: Το χορό της ζωής και του θανάτου. Γεννάει με το ’να χέρι η γυναίκα, γεννάει τη ζωή… κι αν χρειαστεί με τ’ άλλο σπέρνει και το θάνατο.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (βγαίνοντας στο προσκήνιο και κοιτάζοντας στο βάθος της αίθουσας, ενώ ακούγεται μουσική υπόκρουση): Υπάρχει εδώ μέσα μια καρδιά. Μια καρδιά που μάς προστάζει. Είν’ ο Θεός κι ο τόπος τούτος, η Ελλάδα, δηλαδής. Μια καρδιά και τα δυο… Αυτά μάς παίρνουν από το χέρι, κι μας οδηγούν, κινώντας μας τα πόδια και μάς λένε: Τραβάτε μπροστά ωρέ… τραβάτε…

 (συνεχίζει και στρέφεται στον Τζαννή) Και τώρα, εσύ καπτα – Τζαννή, εξήγα μας την γραφή.

 

ΣΤ’     ΣΚΗΝΗ

 (Οι άντρες μεταφέρουν τους νεκρούς Τούρκους έξω)

                 ΤΖΑΝΝΗΣ: Και τώρα αδέρφια ήρθε η μεγάλη ώρα. (Βγάζει ένα χαρτί από τον κόρφο του) Μα δεν είμαι άξιος, εγώ, να σας εξηγήσω την γραφή ετούτη.

ΦΩΝΕΣ: Μα τι λες… καπτα – Τζαννή… Ποιος είναι… Τι λέει….

ΤΖΑΝΝΗΣ: Κάντε πέρα αδέλφια. Σταθείτε γύρω. Θα σας δείξω τώρα αυτόν που θα μας ορμηνέψει τη γραφή και θα μας πει τις βουλές των Καπεταναίων. (Φεύγει και οι άλλοι μιλάνε μεταξύ τους)

ΦΩΝΕΣ ΑΝΑΚΑΤΕΣ: Μα τι λέει… Ποιο θα μας δείξει… Άλλο και τούτο…

 (Μπαίνει ο καπτα – Τζαννής και κρατάει απ’ το χέρι τον τρελο – Γιαννιό. Σούσουρο. Φωνές: «Ο Γιαννιός… Ο Γιαννιός…»)

ΤΖΑΝΝΗΣ: Δεν έχω πολλά να πω. Αυτός εδώ, δεν είν’ ο Γιαννιός…

ΦΩΝΕΣ: Τι λες… Ποιος είναι… Ποιος είναι…

ΤΖΑΝΝΗΣ: Ο Ασημάκης Ζαΐμης. Από τους πρώτους Φιλικούς. Κεφάλι μεγάλο μαθές.   Εμείς δεν είμαστε τίποτε μπροστά του.

ΦΩΝΕΣ: Τι λες… Αλήθεια ωρέ… Και πώς…

ΤΖΑΝΝΗΣ: Συχάστε  ωρέ, συχάστε. Θα σάς ξηγήσει ο ίδιος τη γραφή. Ν’ ακούτε μόνο. Ο Ασημάκης θα μάς ορμηνεύει από δω και πέρα.

       (Ο Τζαννής πάει με τα παλληκάρια. Μένει ο Ασημάκης με σταυρωμένα τα χέρια. Έχει επίσημο ύφος.)

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Πατριώτες… Πατριώτες, ο Θεός της Ελλάδος είναι μεγάλος. Είναι παντού. Είναι μαζύ μας αυτή τη στιγμή.

Δυο χρόνια είναι τώρα που μ’ εντολή της Εταιρείας κατέβηκα στο Μωρηά να φωτίσω τους πατριώτες στο μεγάλο μυστικό. Τα δυο αυτά χρόνια πέρασα βουνά… κάμπους… ποτάμια… Έμεινα νύχτες νηστικός, μ’ έφαγαν τα χιόνια και οι ζέστες…

Εδώ ήμουνα ο τρελο – Γιαννιός. Σ’ άλλο χωριό ο Γιάννης ο πραματευτής κι αλλού πάλι ο καλόγερος Ιωάννης. Όπου και να ‘μουν, όμως, μέσα μου μίλαγε η φωνή της Πατρίδας. Γνώρισα κόσμο και κοσμάκη. Παντού είν’ όλοι έτοιμοι για το ξεσηκωμό. Και τώρα θα σας εξηγήσω τη γραφή. (ξετυλίγει το χαρτί και διαβάζει), (μουσική υπόκρουση, μυστηριακή)

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Ημείς, το Ελληνικόν Έθνος των Χριστιανών βλέποντες, ότι μας καταφρονεί το Οθωμανικόν Έθνος, και σκοπεύει τον όλεθρον εναντίον μας, πότε μ’ ένα και πότε μ’ άλλον τρόπο, αποφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνομεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν. Και τούτου ένεκα βαστούμεν τα όπλα εις χείρας, ζητούντες τα δικαιώματά μας.

Αδέλφια. Αυτή είναι η πρώτη διακήρυξη της Ελληνικής Επαναστάσεως. Σε λίγες μέρες θα ’ναι στα χέρια όλων των Ευρωπαϊκών δυνάμεων. Εγώ ο Ασημάκης Ζαΐμης σας λέω τούτο, θα νικήσουμε, και θα ελευθερωθούμε. Είναι θέλημα του Θεού. Ήρθε η άγια ώρα.

ΤΖΑΝΝΗΣ: Και πότε θα γίνει ο σηκωμός; Όλος ο κόσμος εδώ είναι ξεσηκωμένος. Ρωτούν να μάθουν.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Ασημάκη. Κάτι άλλο.

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Τι θες, Καπετάνισσα;

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Θέλω να μας λογιάζεις κι εμάς τις γυναίκες στον αγώνα. Κοντά σας. Μαζί σας.

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Τ’ απόδειξες Καπετάνισσα, πριν από λίγο. Δεν μπορεί κανένας να σου πει όχι. Κι εγώ να στο ‘λεγα, εσύ πήρες μονάχη σου το δικαίωμα. Μαζί μας λοιπόν. Η Ελλάδα έχει ανάγκη από όλα τα παιδιά της.

ΓΥΝΑΙΚΕΣ: Μπράβο καπετάνιε… μπράβο…

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Σε λίγο όλη η Ελλάδα θα ’χει σηκωθεί στο πόδι. Με ντουφέκια, με μαχαίρια, μα και με πέτρες, με ξύλα. Όλοι μας θα ξεκινήσουμε για το μεγάλο αγώνα. Όποιος μπορεί να σηκώσει στο χέρι του έστω κι ένα λιθάρι, θα ’ναι χρήσιμος.

ΤΖΑΝΝΗΣ: Και πότε θα γίνει ο σηκωμός; Δε θα μας πεις;

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Ορίστηκε για τις 25 του Μάρτη.

ΝΙΚΟΛΗΣ: Σημαδιακή μέρα.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Μεγάλη η χάρη της Παναγίας που γιορτάζει.

                   (Εδώ ακούγεται το «Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον…» από όλους)

ΓΙΩΡΓΗΣ: Μεγάλη μέρα.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Όμως η μέρα είναι ακόμη μακριά, κι εδώ τα πράγματα αλλάξανε.

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Οι Τούρκοι θα ζητήσουν σε λίγο τον Αγά. Μαζύ με τους άλλους.

ΤΑΣΣΩ: Τι γίνεται;

ΦΡΟΣΩ: Κάτι πρέπει να γίνει…

ΤΖΑΝΝΗΣ: Λέγε Ασημάκη. Ποια είναι η γνώμη σου;

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Συχάστε, ωρέ πατριώτες. Οι Καπεταναίοι στη Βοστίτσα αποφάσισαν να γίνει στις 25 του Μάρτη. Όμως τώρα πρέπει μόνοι μας να διαφεντέψουμε τη ζωή μας και τον τόπο μας. Γι’ αυτό λοιπόν, γονατίστε…

ΣΤΡΑΤΗΣ: Τι λες, ωρέ; Έχασες το μυαλό σου;

ΤΖΑΝΝΗΣ: Σώπα εσύ Στρατή. Πράξε μόνο ότι λέει…

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Γονατίστε είπα… (υπακούουν, και γονατίζουν όλοι, άντρες και γυναίκες. Μουσική υπόκρουση)

        (Ο Ασημάκης βγάζει μια παληά σημαία, κουρελιασμένη σημαία, μέσα απ’ το σελάχι του. Την ξετυλίγει μ’ ευλάβεια. Βγάζει το σπαθί του, και την βάζει στην άκρη του. Την σηκώνει ψηλά)

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Να ορκιστούμε αδέλφια. Σε τούτο το πανί που ’ναι ότι σπουδαιότερο για όλους μας…

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Μια σημαία…

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Ναι, μια σημαία… Είναι κάτι ιερό. Και τώρα, όλοι πείτε μαζί μου, ότι θα λέω εγώ: Ορκίζομαι…

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Ορκίζομαι…

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: … να πολεμήσω για την πίστη…

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: … να πολεμήσω για την πίστη…

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: … και για την Πατρίδα.

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: … και για την Πατρίδα.

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: (δυνατά) Ελευθερία ή Θάνατος

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Ελευθερία ή Θάνατος

      (και φιλάνε με τη σειρά την άκρη της σημαίας με πρώτο τον Ασημάκη)

ΤΖΑΝΝΗΣ: Πατριώτες… πατριώτες… Ακούστε. Ο τόπος μας είναι κιόλας λεύτερος. Λεύτερος λέω…

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Λευτεριά ή θάνατος

ΤΖΑΝΝΗΣ: Αδέρφια. Πάμε τώρα να το πούμε σ’ όλους. Να κατέβουνε τα παλληκάρια απ’ τα βουνά. Να μαζωχτούν οι γυναίκες. Να οργανωθούμε. Αρχίζει ο αγώνας.

ΤΖΑΝΝΗΣ: (στον Ασημάκη) Σ’ ευχαριστούμε, Ασημάκη. Ο τόπος μας, θα στο χρωστάει.

ΑΣΗΜΑΚΗΣ: Τίποτε δε μού χρωστάει κανείς.  Ούτε ο τόπος, ούτε εσείς. Πατρίδα είναι ο κάθε Ελληνικός τόπος. Γι’ αυτό, ας πάει ο καθένας εκεί, που μας προστάζει το ΜΕΓΑΛΟ ΧΡΕΟΣ. Πάμε…

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Λευτεριά ή Θάνατος…

       (Κλείνει η σκηνή, βγαίνουν όλοι μπροστά και λένε τον Εθνικό Ύμνο)

  

ΤΕΛΟΣ

ΠΗΓΗ : https://www.e-selides.gr/download/1189,25_%CE%9C%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%AF%CE%BF%CF%85__%CE%98%CE%95%CE%91%CE%A4%CE%A1%CE%99%CE%9A%CE%9F__%CE%A4%CE%9F_%CE%9C%CE%95%CE%93%CE%91%CE%9B%CE%9F_%CE%A7%CE%A1%CE%95%CE%9F%CE%A3



διασκευή Lampros

15/2/22



οι άθλοι του Ηρακλή

 

Οι άθλοι του Ηρακλή

Όλα ξεκίνησαν απ' τον Φωκά που ήθελε να μιλήσουμε για τους Άθλους του Ηρακλή


και ιδού η ανάρτηση... 


Lampros... 


Ηρακλής 

Ως Άθλοι του Ηρακλή έχουν καταγραφεί στην ελληνική μυθολογία δώδεκα κατορθώματα που έκανε ο μυθικός ήρωας Ηρακλής προκειμένου να εξαγνισθεί για το φόνο της γυναίκας του και των παιδιών του, που είχε διαπράξει, όταν τον τρέλανε η Ήρα. Για το σκοπό αυτό, ο Ηρακλής πήγε στο Μαντείο των Δελφών και πήρε χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο έπρεπε να υπηρετήσει για δώδεκα χρόνια τον Ευρυσθέα, βασιλιά της Τίρυνθας, και να πραγματοποιήσει τους άθλους που του πρόσταζε εκείνος

 Οι Άθλοι του Ηρακλή

Οι άθλοι του Ηρακλέους - Χάρτινο Καράβι

Στέργιος Νταουσανάκης - Μαρία Βασιλάτου - Αντιγόνη Ψυχράμη - 
Χορωδία Τυπάλδου Μουσική: Νότης Μαυρουδής

Οι άθλοι του Ηρακλέους – 1995

Ο μύθος πως ο Ηρακλής
 ήταν βαρβάτος και νταής
 είναι πολύ ανακριβής 
κι ιστορικώς επιβλαβής. 

Απ’ το θηρίο το λερναίο
 που `χε κεφάλια εκατό 
ήτανε φαίνεται μοιραίο
 ν’ αφήσει το εκατοστό.  

Κι από το ένα βγήκαν δυο 
κι από τα δυο σαραντα δυο 
κι εγώ ακόμα δεν μπορώ 
από την πόρτα μου να βγω. 

 Να πω και για την Ιππολύτη 
που μου ξεκλήρισε το σπίτι 
για μια χρυσή γαλάζια ζώνη
 όλη η πατρίδα μαραζώνει.  

Το λιοντάρι της Νεμέας
 είναι ακόμα ζωντανό 
το είδ’ ο Νίκος κι ο Αντρέας 
να βόσκει στο Βοτανικό.

……………………………………………………………………………………..

Το Λιοντάρι Νεμέας

 


Στην ελληνική μυθολογία, ο λέων της Νεμέας ήταν ένα λιοντάρι που ζούσε στην περιοχή της Νεμέας και σκόρπιζε το φόβο. Ήταν απόγονος του Τυφώνος και της Έχιδνας ή του Όρθρου και της Χίμαιρας. Υπάρχει ακόμα η άποψη ότι έπεσε από τη Σελήνη και ήταν απόγονος του Δία και της Σελήνης. Το θηρίο αυτό σκοτώθηκε τελικά από τον Ηρακλή.

……………………………………………………………………………………..

Η Λερναία Ύδρα

Η Λερναία Ύδρα είναι μυθικό όν με εννέα κεφάλια, το οποίο σκότωσε ο Ηρακλής στον δεύτερο από τους δώδεκα άθλους του. Η Λερναία Ύδρα ήταν αθάνατη.  Ζούσε στην περιοχή Λέρνη - βαλτότοπος που βρίσκεται νότια του Άργους – απ’ όπου πήρε και το όνομά της. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν ο Ηρακλής έκοβε ένα κεφάλι, έβγαιναν δύο. Μόνο καίγοντάς το με φωτιά κατάφερε να σταματήσει τον πολλαπλασιασμό και αυτό το κατάφερε με την βοήθεια του ανιψιού του Ιολάου. Το τελευταίο κεφάλι, που ήταν και το κεντρικό κι αθάνατο, το έκοψε και το έθαψε στη γη για να μην ξαναζωντανέψει. Από το αίμα της ο Ηρακλής έκανε τα βέλη του δηλητηριώδη. Από το δηλητήριο αυτό δεν γλύτωσε ούτε ο ίδιος, ούτε και ο Κένταυρος Χείρωνας.

……………………………………………………………………………………..

 

To ελάφι της Άρτεμης


H Κερυνίτιδα Έλαφος είναι μυθικό πλάσμα που συναντάται σε διάφορους θρύλους της αρχαίας Ελλάδας, με γνωστότερο αυτόν της παγίδευσής της από τον Ηρακλή. Σχετίζεται με την Άρτεμη, η οποία ήταν η προστάτιδα θεά του. Σύμφωνα με το μύθο, όταν η Άρτεμις ήταν ακόμη μικρή, είδε στο θεσσαλικό κάμπο πέντε ελαφίνες να βόσκουν. Θαμπωμένη από την ομορφιά τους, έπιασε τις τέσσερις και τις έζεψε στο άρμα της. Η πέμπτη, όμως, που είχε χρυσά κέρατα και έτρεχε πολύ γρήγορα, κατάφερε να ξεφύγει. Κατευθύνθηκε προς το νότο και μετά από μέρες, αφού πέρασε στην Πελοπόννησο, βεβαιώθηκε ότι ξέφυγε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Κερύνειο Όρος, στα σύνορα μεταξύ Αρκαδίας και Αχαΐας. Τότε η Άρτεμις, θαυμάζοντας τον ελεύθερο και ατίθασο χαρακτήρα της, έθεσε το ζώο υπό την προστασία της.

……………………………………………………………………………………..

 Ο Ερυμάνθιος Κάπρος


Ο Ερυμάνθιος Κάπρος ήταν μυθολογικό ον, που σκότωσε ο Ηρακλής στον τέταρτο άθλο του. Ο μύθος θεωρείται ότι είναι μια αλληγορία για την προσπάθεια του πολιτισμού να περιορίσει της καταστροφές των χειμάρρων ποταμών με υδραυλικά έργα. Στον Ερύμανθο είχε χαρίσει η Θεά Άρτεμις έναν τεράστιο αγριόχοιρο. Από εκεί εξορμούσε σε ολόκληρη την περιοχή της Ψωφίδος και του Λασιώνα στην Πελοπόννησο, όπου τρομοκρατούσε και κατέστρεφε τα σπαρτά των χωρικών, ενώ με τους χαυλιόδοντές του ξέσκιζε όποιο ζώο έβρισκε μπροστά του. Αυτό το αγρίμι ενοχλούσε ακόμη και τους Κενταύρους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να το αντιμετωπίσουν όταν κατέβαινε για τροφή (βελάνι) στο δάσος της Φολόης και για νερό στο φαράγγι. Ο Ευρυσθέας ανέθεσε στον Ηρακλή να πιάσει τον κάπρο και να τον φέρει ζωντανό στο Άργος, βέβαιος ότι ο Ηρακλής δεν θα μπορούσε να το πιάσει. Ο ήρωας όμως, προτού βγει για κυνήγι, πέρασε από τον φίλο του Κένταυρο Φόλο για να πάρει πληροφορίες για το άγριο ζώο. Έπρεπε να έχει επιδεξιότητα, ώστε να μην το σκοτώσει, γιατί ο άθλος του δεν θα εκτελείτο, αλλά ούτε και να το πλησιάσει από μπροστά γιατί θα τον ξέσκιζε με τα άγρια δόντια του. Έπρεπε λοιπόν να το προσεγγίσει κρυφά από τα πλάγια και να το δέσει. Έτσι ο Ηρακλής, παρά τις προσδοκίες του Ευρυσθέα, πέτυχε με το τέχνασμά του να οδηγήσει το ζώο στο Φαράγγι της Φολόης( Αντρωνίου στο γεφύρι του Μπερή στο Αντρώνι [1]) που είχε φράξει με δίχτυ. Πήρε στους ώμους το ζωντανό γουρούνι και το μετέφερε στις Μυκήνες. Όταν αντίκρισε ο Ευρυσθέας τον Ηρακλή φορτωμένο με το κάπρο κρύφτηκε σε ένα μεγάλο πιθάρι. Ο Ηρακλής σαν ανάθημα έστειλε τα δόντια του κάπρου στο Ναό του Απόλλωνος της Κύμης.

……………………………………………………………………………………..

Η Κόπρος του Αυγεία


Η Κόπρος του Αυγεία ήταν η κοπριά που είχε συγκεντρωθεί στους τεράστιους στάβλους του βασιλιά της Ήλιδος Αυγεία με τα 3.000 βόδια, οι οποίοι δεν είχαν καθαρισθεί επί πολλά (αναφέρεται και 30) χρόνια. Το καθάρισμα αυτών των στάβλων από όλη την κοπριά μέσα σε μία μόνο ημέρα ήταν ο πέμπτος άθλος του Ηρακλή. Ο Ηρακλής παρουσιάσθηκε στον Αυγεία και, αποκρύπτοντας τη διαταγή του Ευρυσθέα για τον άθλο, προσφέρθηκε να καθαρίσει τους στάβλους σε μία ημέρα με αντάλλαγμα το ένα δέκατο του κοπαδιού. Ο Αυγείας κορόιδεψε τον ήρωα για την προσφορά του, όμως δέχθηκε τη συμφωνία και έθεσε τον πρωτότοκο γιο του, τον Φυλέα, ως μάρτυρα. Ο Ηρακλής καθάρισε την κοπριά σκάβοντας δύο χαντάκια στα θεμέλια των στάβλων και στρέφοντας μέσα από αυτά τα νερά του Πηνειού και του Αλφειού προς τους στάβλους. Τα νερά των δύο αυτών ποταμών (κατ' άλλους μόνο του Πηνειού) παρέσυραν όλη την κοπριά. Αφού τελείωσε το έργο του μέσα στην προκαθορισμένη προθεσμία, ο Ηρακλής ζήτησε από τον βασιλιά την αμοιβή του, όμως εκείνος αρνήθηκε να του τη δώσει, επειδή στο μεταξύ είχε πληροφορηθεί ότι ο ήρωας στην πραγματικότητα εκτελούσε τις διαταγές του Ευρυσθέα. Στη δίκη που ακολούθησε για να λυθεί η διαφορά, ο Φυλέας κατέθεσε υπέρ του Ηρακλή αναφέροντας την υπόσχεση του πατέρα του. Πριν ανακοινωθεί η απόφαση, ο Φυλέας και ο Ηρακλής εκδιώχθηκαν από την Ήλιδα με βασιλική διαταγή του Αυγεία. Ο πρώτος πήγε στο νησί Δουλίχιο και ο ήρωας στην πόλη Ώλενο. Αρκετά χρόνια αργότερα ο Ηρακλής επέστρεψε στην Ήλιδα, κατέκτησε την πόλη και θανάτωσε τον Αυγεία.

……………………………………………………………………………………..

 

Οι Στυμφαλίδες Όρνιθες


Οι Στυμφαλίδες όρνιθες, δηλαδή τα «πουλιά της Στυμφαλίας», ήταν ανθρωποφάγα πουλιά με χάλκινα ράμφη, νύχια και φτερά, των οποίων η εξόντωση ήταν ο έκτος άθλος του Ηρακλή. Οι Στυμφαλίδες όρνιθες διώχθηκαν από τους λύκους διά μιας χαράδρας κοντά στον Ορχομενό της Αρκαδίας και είχαν καταφύγει στη λίμνη Στυμφαλία της ορεινής Κορινθίας, συνιστώντας απειλή για τους ανθρώπους, τα κοπάδια και τις σοδειές. Ο Ηρακλής δεν γνώριζε πώς να τις κάνει να βγουν από την πυκνή βλάστηση της λίμνης, αλλά η θεά Αθηνά του έδωσε κρόταλα από χαλκό σφυρηλατημένα στο εργαστήρι του Ηφαίστου, τα οποία κροτάλισε ο ήρωας από ένα ύψωμα δίπλα στη λίμνη. Με τον τρόπο αυτό τα πουλιά ξεσηκώθηκαν τρομαγμένα και ο Ηρακλής τα εξολόθρευσε με τα βέλη του.

……………………………………………………………………………………..

Ο Ταύρος του Μινώα


Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο ταύρος ήρθε στον κόσμο μετά από αίτημα του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα. Συγκεκριμένα, ο Μίνωας υποσχέθηκε στον Ποσειδώνα ότι θα του θυσίαζε οτιδήποτε έβγαινε από τη θάλασσα. Τότε, αναδύθηκε μέσα από τη θάλασσα ο ταύρος, όμως ο Μίνωας, εκστασιασμένος από την ομορφιά του ζώου, θυσίασε άλλο ζώο στη θέση του ελπίζοντας ότι θα ξεγελούσε το θεό. Ο Ποσειδώνας εκνευρίστηκε και έκανε τον ταύρο μανιακό, ο οποίος άρχισε να προξενεί τεράστιες καταστροφές στο νησί. Σύμφωνα με διαφορετική εκδοχή, ο Ποσειδώνας έκανε την Πασιφάη, σύζυγο του Μίνωα, να ερωτευτεί τον ταύρο. Από την ένωσή τους γεννήθηκε ο Μινώταυρος. Υπάρχει επίσης η εκδοχή σύμφωνα με την οποία ο ταύρος αυτός είχε χρησιμοποιηθεί για την αρπαγή της Ευρώπης.

……………………………………………………………………………………..

 Τα άλογα του Διομήδη


Τα άλογα του Διομήδη ήταν τέσσερα όντα της ελληνικής μυθολογίας. Είναι κυρίως γνωστά μέσα από τις διηγήσεις για τον Ηρακλή, καθώς η σύλληψη τους αποτέλεσε τον όγδοο άθλο του. Ιδιοκτήτης των αλόγων ήταν ο Διομήδης, γιος του Άρη και βασιλιάς της Θράκης. Ήταν ανθρωποφάγα και διέθεταν χάλκινους σιαγόνες. Ήταν συνεχώς δεμένα με σιδερένιες αλυσίδες. Ο Διομήδης τους έριχνε για τροφή κάθε άτυχο ξένο που ναυαγούσε στην ακτή του βασιλείου του. Κάποιες πηγές διασώζουν και τα ονόματα των όντων αυτών: Πόδαγρος, Λάμπων, Ξάνθος και Δήμος. Υπάρχει επίσης μύθος, σύμφωνα με τον οποίο από τα άλογα αυτά προέρχονταν τα άλογα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

……………………………………………………………………………………..

Η Ζώνη της Ιππολύτης


Η Ιππολύτη, ή με βάση άλλη εκδοχή Μελανίππη, ήταν βασίλισσα των Αμαζόνων. Η ζώνη της είχε δοθεί ως δώρο από τον Άρη. Για τις Αμαζόνες η ζώνη αυτή αποτελούσε έμβλημα εξουσίας. Η Αδμήτη, κόρη του Ευρυσθέα, επιθυμούσε να αποκτήσει τη ζώνη αυτή, γι' αυτό και ο Ευρυσθέας ανέθεσε στον Ηρακλή να του τη φέρει. Ο Ηρακλής συνοδεύτηκε στην αποστολή του αυτή από αρκετούς συντρόφους του, όπως τον Θησέα, τον Πηλέα και τον Τελαμώνα. Στο ταξίδι τους έως τον Εύξεινο Πόντο αντιμετώπισαν όπως ήταν αναμενόμενο κάποιες περιπέτειες. Στην Πάρο οι άγριες διαθέσεις των κατοίκων του νησιού τους εξώθησαν να σκοτώσουν δύο συντρόφους του Ηρακλή. Ο ήρωας τότε εξοργισμένος σκότωσε τα τέσσερα παιδιά του Μίνωα που κατοικούσαν στο νησί και πολιόρκησε τους κατοίκους του νησιού μέσα στα τείχη της πόλης. Εκείνοι, μη αντέχοντας την πολιορκία, αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν με τον Ηρακλή και να αντικαταστήσουν τους δύο νεκρούς συντρόφους του με τον Σθένελο και τον Αλκαίο, εγγονούς του Μίνωα. Στη Μυσία, ο βασιλιάς της Λύκος βρισκόταν σε πόλεμο με μια γειτονική φυλή. Ο Ηρακλής τον βοήθησε να νικήσει τους εχθρούς του και εκείνος για να τον τιμήσει ονόμασε τη χώρα που κατέκτησε Ηράκλεια.

……………………………………………………………………………………..

τα Βόδια του Γηρυόνη


Τα βόδια του Γηρυόνη ήταν στην ελληνική μυθολογία όντα που άνηκαν στον Γηρυόνη, τον τερατόμορφο γιο του Ποσειδώνα. Βρίσκονταν μαζί του στη νήσο Ερύθεια. Είναι γνωστά κυρίως μέσω του δέκατου άθλου του Ηρακλή, αντικείμενο του οποίου απετέλεσε η απαγωγή τους. Ο Γηρυόνης είχε αναθέσει τη φύλαξη των ζώων τους σε δύο φύλακες, τον Ευρυτίωνα και τον Όρθρο. Ο Ευρυτίωνας ήταν γιος του Άρη και της Ερυθείας. Ο Όρθρος ήταν ένας τερατόμορφος σκύλος, γιος του Τυφώνα και της Έχιδνας. Είχε δύο κεφάλια και επιπλέον εφτά κεφάλια φιδιού. Μόλις ο ήρωας έφτασε στην Ερύθεια, και αφού πέρασε τη νύχτα του στο βουνό Άβας, ήρθε αντιμέτωπος με τους δύο φύλακες των ζώων. Τόσο ο Όρθρος, όσο και ο Ευρυτίωνας βρήκαν τραγικό θάνατο από το ρόπαλο του Ηρακλή. Στη συνέχεια ο Μενοίτιος, φύλακας των βοδιών του Άδη, ειδοποίησε το Γηρυόνη για τα συμβάντα και έτσι εκείνος έσπευσε να αντιμετωπίσει τον εισβολέα. Ο Ηρακλής κατόρθωσε να εξολοθρεύσει το Γηρυόνη, αφού τον τόξευσε με τα βέλη του.

……………………………………………………………………………………..

Τα Μήλα των Εσπερίδων


 Τα μήλα των Εσπερίδων ήταν σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, οι χρυσοί καρποί των δέντρων που βρίσκονταν στον κήπο των Εσπερίδων. Είναι κυρίως γνωστά μέσω του μύθου του Ηρακλή, καθώς η απόκτησή τους αποτέλεσε το αντικείμενο του ενδέκατου άθλου του. Σύμφωνα με το Φερεκύδη, οι μηλιές που παρήγαγαν τους καρπούς αυτούς είχαν δοθεί από τη Γη στον Δία και την Ήρα σαν γαμήλιο δώρο. Η Ήρα φύτεψε τα δέντρα στον κήπο των θεών, ο οποίος βρισκόταν στη χώρα του Άτλαντα. Ο Άτλαντας βρισκόταν έξω από τον κήπο και σήκωνε στους ώμους του τον ουρανό, τιμωρία που του είχε επιβληθεί από το Δία. Οι κόρες του Άτλαντα έκλεβαν όμως τα μήλα, γι´ αυτό και η Ήρα ανέθεσε τη φύλαξή τους στις νύμφες Εσπερίδες και στο Λάδωνα, δράκοντα με εκατό κεφάλια και γιο του Τυφώνα και της Έχιδνας.

……………………………………………………………………………………..

 Ο Κέρβερος


Στην Ελληνική μυθολογία, ο Κέρβερος αντιπροσωπεύει τον φύλακα του Άδη και έχει συνήθως την μορφή ενός σκύλου συνηθέστερα με τρία κεφάλια και με ουρά που απόληγε σε κεφαλή δράκου. Στη Θεογονία αναφέρεται «Κέρβερος ωμηστής Αΐδεω κύων χαλκεόφωνος πεντηκοντακέφαλος», (= Κέρβερος άγριος σκύλος του Άδη, με ηχηρή φωνή και 50 κεφάλια), ενώ ο Όμηρος γνωρίζει μεν το σκύλο αυτό αλλά όχι το όνομά του. Σύμφωνα με τον Αισχύλο, γεννήθηκε από την ένωση δυο τεράτων, του Γίγαντα Τυφώνα και της Έχιδνας και ήταν αδελφός του Όρθου (παραπλήσιου μυθικού άγριου σκύλου) καθώς και της Λερναίας Ύδρας. Η παρουσία του εξασφαλίζει την παραμονή των νεκρών στον Κάτω Κόσμο αλλά και την αδυναμία των ζωντανών να εισέλθουν σε αυτόν.

……………………………………………………………………………………..

 

Πηγή

http://tee-ekv-thess.thess.sch.gr/ergasies2016/html/athloi/selida.html



https://blogs.sch.gr/128nipath/2020/05/26/mythologia-iraklis/






………………………….

Βικι παιδεια

Ο Ευρυσθέας ανέθεσε στον Ηρακλή τον αιχμαλωτισμό των όντων. Ο Ηρακλής, παίρνοντας μαζί του ορισμένους συντρόφους του ξεκίνησε για τη Θράκη, όπου και κατόρθωσε με ευκολία να εξουδετερώσει τους υπηρέτες του Διομήδη, και να αιχμαλωτίσει τα άλογα. Στη συνέχεια ανέθεσε τη φύλαξη των ζώων στον Άβδηρο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον στρατό του βασιλιά. Οι σύντροφοι του Ηρακλή αρχικά ηττήθηκαν από τον πολυάριθμο στρατό. Ο Ηρακλής, όμως, κατόρθωσε να ανατρέψει το αποτέλεσμα. Σκάβοντας ένα χαντάκι μετέφερε νερό από τη θάλασσα στην πεδιάδα, αναγκάζοντας τους στρατιώτες να τραπούν σε φυγή, προκειμένου να μην πνιγούν. Στην συνέχεια έσυρε το Διομήδη στη λίμνη, που σχηματίσθηκε από το νερό, και τον έριξε στα ανθρωποφάγα άλογα, τα οποία τον καταβρόχθισαν. Προηγουμένως, όμως, είχαν καταβροχθίσει τον Άβδηρο, ο οποίος είχε αναλάβει τη φύλαξη τους. Ο Ηρακλής, για να τον τιμήσει, ίδρυσε την πόλη Άβδηρα. Ο Ηρακλής παρέδωσε τα άλογα στον Ευρυσθέα, ο οποίος τα ελευθέρωσε, αφού πρώτα τα αφιέρωσε στην Ήρα. Τα άλογα ανέβηκαν στον Όλυμπο, και κατασπαράχθηκαν από άγρια θηρία.

…………………………..

Τα βόδια του Γηρυόνη ήταν στην ελληνική μυθολογία όντα που ανήκαν στον Γηρυόνη, ενός ανθρώπου με τρία σώματα, γιου του Χρυσάωρα. Βρίσκονταν μαζί του στη νήσο Ερύθεια. Είναι γνωστά κυρίως μέσω του δέκατου άθλου του Ηρακλή, αντικείμενο του οποίου απετέλεσε η απαγωγή τους.

Ο Γηρυόνης είχε αναθέσει τη φύλαξη των ζώων τους σε δύο φύλακες, τον Ευρυτίωνα και τον Όρθρο. Ο Ευρυτίων ήταν γιος του Άρη και της Ερυθείας. Ο Όρθρος ήταν ένας τερατόμορφος σκύλος, γιος του Τυφώνα και της Έχιδνας. Είχε δύο κεφάλια και επιπλέον εφτά κεφάλια φιδιού. Μόλις ο ήρωας έφτασε στην Ερύθεια, και αφού πέρασε τη νύχτα του στο βουνό Άβας, ήρθε αντιμέτωπος με τους δύο φύλακες των ζώων. Τόσο ο Όρθρος, όσο και ο Ευρυτίων βρήκαν τραγικό θάνατο από το ρόπαλο του Ηρακλή. Στην συνέχεια ο Μενοίτιος, φύλακας των βοδιών του Άδη, ειδοποίησε τον Γηρυόνη για τα συμβάντα, και έτσι εκείνος έσπευσε να αντιμετωπίσει τον εισβολέα. Ο Ηρακλής κατόρθωσε να εξολοθρεύσει τον Γηρυόνη, αφού τον τόξευσε με τα βέλη του. Στον δρόμο της επιστροφής, ο Ηρακλής αντιμετώπισε πολλές περιπέτειες. Όταν τελικά επέστρεψε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αμβρακία, ένας οίστρος σταλμένος από την Ήρα διασκόρπισε το κοπάδι των βοδιών στα βουνά. Ο ήρωας κατόρθωσε να περισυλλέξει το μεγαλύτερο μέρος των ζώων. Τα υπόλοιπα παρέμειναν στα βουνά, και περιήλθαν σε άγρια κατάσταση. Τελικά ο Ηρακλής έφτασε στις Μυκήνες, παρέδωσε τα βόδια στον Ευρυσθέα, ο οποίος τα θυσίασε στη θεά Ήρα.

 ……………………………..

Στον Ερύμανθο είχε χαρίσει η Θεά Άρτεμις έναν τεράστιο αγριόχοιρο. Από εκεί εξορμούσε σε ολόκληρη την περιοχή της Ψωφίδος και του Λασιώνα στην Πελοπόννησο, όπου τρομοκρατούσε και κατέστρεφε τα σπαρτά των χωρικών, ενώ με τους χαυλιόδοντές του ξέσκιζε όποιο ζώο έβρισκε μπροστά του. Αυτό το αγρίμι ενοχλούσε ακόμη και τους Κενταύρους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να το αντιμετωπίσουν όταν κατέβαινε για τροφή (βελάνι) στο δάσος της Φολόης και για νερό στο φαράγγι.

Ο Ευρυσθέας (ξάδερφος του Ηρακλή και βασιλιάς των Μυκηνών) του ανέθεσε να πιάσει τον κάπρο και να τον φέρει ζωντανό στο Άργος (περιοχή της Πελοποννήσου), βέβαιος ότι ο Ηρακλής δεν θα μπορούσε να τον πιάσει. Ο ήρωας όμως, προτού βγει για κυνήγι, πέρασε από τον φίλο του Κένταυρο Φόλο για να πάρει πληροφορίες για το άγριο ζώο. Έπρεπε να έχει επιδεξιότητα, ώστε να μην τον σκοτώσει, γιατί ο άθλος του δεν θα εκτελείτο, αλλά ούτε και να τον πλησιάσει από μπροστά γιατί θα τον ξέσκιζε με τα άγρια δόντια του. Έπρεπε λοιπόν να τον προσεγγίσει κρυφά από τα πλάγια και να τον δέσει. Έτσι ο Ηρακλής, παρά τις προσδοκίες του Ευρυσθέα, πέτυχε με το τέχνασμά του να οδηγήσει το ζώο στο Φαράγγι της Φολόης στο γεφύρι του Μπερή στο Αντρώνι που είχε φράξει με δίχτυ. Πήρε στους ώμους το ζωντανό αγριογούρουνο και το μετέφερε στις Μυκήνες. Όταν αντίκρισε ο Ευρυσθέας τον Ηρακλή φορτωμένο με τον κάπρο κρύφτηκε σε ένα μεγάλο πίθο. Ο Ηρακλής σαν ανάθημα έστειλε τα δόντια του κάπρου στον Ναό του Απόλλωνος της Κύμης. Ο κάπρος στην αρχαιολογία

Ο Ερυμάνθιος κάπρος βρισκόταν στις μετόπες του Ναού του Διός στην Ολυμπία μαζί με τις παραστάσεις των Δώδεκα Άθλων του Ηρακλή. Επίσης τον συναντούμε σε πολλά νομίσματα της Αρκαδίας, της Ηλείας, της Μακεδονίας, της Αιτωλίας, της Φωκίδας και της Σικελίας.

Αλληγορία  Είναι η αλληγορία της οργής της θεάς των δασών Άρτεμης για όσους τα καταστρέφουν. Ο Ηρακλής είναι η προσπάθεια του πολιτισμού να περιορίσει τις καταστροφές των χειμάρρων ποταμών με υδραυλικά έργα (Ερύμανθος, Βιστονίδα, Κωπαΐδα, Τέμπη, Λέρνη, Καλυδωνία, Στυμφαλία, Στρυμόνας κ.τ.λ). Ο Ερυμάνθιος Κάπρος είναι ο ορμητικός ποταμός Ερύμανθος που, όταν κατεβάζει και ξεχειλίζει, προκαλεί μεγάλες πλημμύρες και καταστροφές. Ο «Ηρακλής» όμως, φτιάχνοντας έργα (δέση), τον καθιστά χρήσιμο και αρδεύσιμο.

Λαογραφία  Στην περιοχή, λόγω του δάσους και της βελανιδιάς, από τους αρχαίους χρόνους ήταν ανεπτυγμένη η χοιροτροφία. Για να τιμήσουν τα ζώα είχαν φτιάξει τη Χρυσή Γουρούνα με τα δώδεκα χρυσά γουρουνόπουλα, που πολλοί αρχαιοκάπηλοι ψάχνουν ακόμα να βρουν. Το γουρούνι μέχρι και το 1960 ήταν η κυριότερη τροφή των κατοίκων. Το έσφαζαν την Τσικνοπέμπτη και έτρωγαν όλο τον χρόνο, με την δημιουργία του νόστιμου παστού (τσιγαρίδες). Όταν φυσάει η θύελλα τον χειμώνα στην περιοχή, ακόμη και σήμερα λέγεται ότι «μουγκρίζει ο κάπρος»

. ………………………..

Η Ιππολύτη, ή βάσει άλλης εκδοχής Μελανίππη, ήταν βασίλισσα των Αμαζόνων. Η ζώνη τής είχε δοθεί ως δώρο από τον Άρη, τον θεό του Πολέμου, και αποτελούσε για τις Αμαζόνες έμβλημα εξουσίας. Η Αδμήτη, κόρη του Ευρυσθέα, επιθυμούσε να αποκτήσει τη ζώνη αυτή, γι' αυτό και ο Ευρυσθέας ανέθεσε στον Ηρακλή να του τη φέρει.

Το ταξίδι   ] Ο Ηρακλής συνοδεύτηκε στην αποστολή του αυτή από αρκετούς συντρόφους του, όπως τον Θησέα, τον Πηλέα, τον Τελαμώνα, τους γιους του Τρικκαίου Διημάχου (Δηιλέων, Αυτόλυκος και Φλόγιος).

 Στο ταξίδι τους έως τον Εύξεινο Πόντο αντιμετώπισαν, όπως ήταν αναμενόμενο, κάποιες περιπέτειες. Στην Πάρο οι άγριες διαθέσεις των κατοίκων του νησιού τους εξώθησαν να σκοτώσουν δύο συντρόφους του Ηρακλή. Ο ήρωας τότε εξοργισμένος σκότωσε τα τέσσερα παιδιά του Μίνωα που κατοικούσαν στο νησί και πολιόρκησε τους κατοίκους του νησιού μέσα στα τείχη της πόλης. Εκείνοι, μη αντέχοντας την πολιορκία, αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν με τον Ηρακλή και να αντικαταστήσουν τους δύο νεκρούς συντρόφους του με τον Σθένελο και τον Αλκαίο, εγγονούς του Μίνωα. Στη Μυσία, ο βασιλιάς της Λύκος βρισκόταν σε πόλεμο με μια γειτονική φυλή. Ο Ηρακλής τον βοήθησε να νικήσει τους εχθρούς του και εκείνος για να τον τιμήσει ονόμασε τη χώρα που κατέκτησε Ηράκλεια.

Στη χώρα των Αμαζόνων    Μετά από αυτές τις περιπέτειες οι ήρωες αποβιβάστηκαν στη Θεμίσκυρα, πρωτεύουσα της χώρας των Αμαζόνων. Η Ιππολύτη φαινόταν καταρχήν πρόθυμη να τους παραχωρήσει τη ζώνη. Ωστόσο η Ήρα, θέλοντας να δυσκολέψει το έργο του Ηρακλή, μεταμορφώθηκε σε Αμαζόνα και ξεσήκωσε τις υπόλοιπες εναντίον του. Αυτό το κατόρθωσε διαδίδοντας τη φήμη ότι ο Ηρακλής και οι σύντροφοι του είχαν σκοπό να απαγάγουν τη βασίλισσά τους. Αποτέλεσμα της δολοπλοκίας ήταν οι Αμαζόνες να οπλιστούν ακαριαία και να ορμήσουν στο μέρος όπου βρισκόταν το πλοίο του Ηρακλή. Ακολούθησε αιματηρή μάχη η οποία οδήγησε στον θάνατο πολλές από τις Αμαζόνες. Ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος υποστήριζε ότι μεταξύ των Αμαζόνων που θανατώθηκαν βρισκόταν και η Ιππολύτη, από το νεκρό σώμα της οποίας ο Ηρακλής πήρε τελικά τη ζώνη.[2] Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης από την άλλη αναφέρει ότι η Ιππολύτη απλά αιχμαλωτίστηκε και παρέδωσε τη ζώνη ως αντάλλαγμα για την ελευθερία της.   Ό Απολλώνιος ο Ρόδιος[4] πάντως αναφέρει πως ο Ηρακλής έπιασε με ενέδρα την κόρη του Άρη, την Μελανίππη, εκεί που προχωρούσε, και η Ιππολύτη του έδωσε τη στολισμένη ζώνη της λύτρα για την αδελφή της, και ο Ηρακλής την έστειλε πίσω απείραχτη.

Ο Ηρακλής στην Τροία    Στα πλαίσια του μύθου αυτού εντάσσεται και το πέρασμα του Ηρακλή από την Τροία. Κατά τον Απολλόδωρο τον Αθηναίο, ο Ηρακλής πριν επιστρέψει στις Μυκήνες για να παραδώσει τη ζώνη στον Ευρυσθέα βρέθηκε στην Τροία. Εκεί βρήκε την Ησιόνη, κόρη του βασιλιά Λαομέδοντα, δεμένη σε ένα βράχο και προορισμένη να κατασπαραχθεί από ένα τέρας. Ο λόγος που η πριγκίπισσα βρισκόταν δεμένη είχε τις ρίζες του σε παλαιότερα περιστατικά. Ο Απόλλωνας και ο Ποσειδώνας, τιμωρημένοι από τον Δία, αναγκάστηκαν να βοηθήσουν τον Λαομέδοντα στο χτίσιμο των τειχών της πόλης του έναντι αμοιβής. Ο Λαομέδοντας, όμως, αρνήθηκε να δώσει αυτά που υποσχέθηκε και έτσι εκείνοι έριξαν την οργή τους στην Τροία. Ο Απόλλωνας έστειλε επιδημία πανώλης στην πόλη και ο Ποσειδώνας ένα θαλάσσιο τέρας, το οποίο καταβρόχθιζε ανυποψίαστους περαστικούς. Οι Τρώες τότε στράφηκαν σε ένα μαντείο, το οποίο τους έδωσε σαν μοναδική λύση τη θυσία της Ησιόνης. Η πριγκίπισσα θα δινόταν βορά στο τέρας και το κακό θα περνούσε. Ο Ηρακλής υποσχέθηκε στον Λαομέδοντα να ελευθερώσει την κόρη του με αντάλλαγμα τα άλογα, τα οποία του είχε δωρίσει ο Δίας για να τον παρηγορήσει για την αρπαγή του Γανυμήδη. Ο Ηρακλής σκότωσε το τέρας και απελευθέρωσε την Ησιόνη όμως ο Λαομέδοντας για μία ακόμη φορά αθέτησε την υπόσχεση του. Ο Ηρακλής τον απείλησε και αποχώρησε. Σε λίγο καιρό επέστρεψε και ξεκίνησε πολιορκία της πόλης, η οποία στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Η εκστρατεία του Ηρακλή εναντίον της Τροίας μνημονεύεται και στην Ιλιάδα.

 Καλλιτεχνικές παραστάσεις    Οι καλλιτεχνικές παραστάσεις του ένατου άθλου του Ηρακλή απεικονίζουν κυρίως γενικότερες μάχες μεταξύ των συντρόφων του και των Αμαζόνων. Σε αυτές εμφανίζεται και ο Ηρακλής να τραβάει την Ιππολύτη από την περικεφαλαία, την ασπίδα, το χέρι, τον ώμο ή και τα μαλλιά.

………………

Στην Ελληνική μυθολογία, ο Κέρβερος αντιπροσωπεύει τον φύλακα του Άδη και έχει συνήθως την μορφή ενός σκύλου συνηθέστερα με τρία κεφάλια και με ουρά που απόληγε σε κεφαλή δράκου.

Στη Θεογονία αναφέρεται «Κέρβερος ωμηστής Αΐδεω κύων χαλκεόφωνος πεντηκοντακέφαλος», (= Κέρβερος άγριος σκύλος του Άδη, με ηχηρή φωνή και 50 κεφάλια), ενώ ο Όμηρος γνωρίζει μεν τον σκύλο αυτό αλλά όχι το όνομά του. Σύμφωνα με τον Αισχύλο, γεννήθηκε από την ένωση δυο τεράτων, του Τυφώνα και της Έχιδνας και ήταν αδελφός του Όρθρου (παραπλήσιου μυθικού άγριου σκύλου), της Χίμαιρας καθώς και της Λερναίας Ύδρας. Σύμφωνα με τον Ακουσίλαο τον Αργείο, αδελφός του ήταν και ο αετός που έτρωγε το συκώτι του Προμηθέα.

Η παρουσία του εξασφαλίζει την παραμονή των νεκρών στον Κάτω Κόσμο αλλά και την αδυναμία των ζωντανών να εισέλθουν σε αυτόν. Οι αρχαίοι συγγραφείς περιγράφουν συχνά τον Κέρβερο με διαφορετικό τρόπο. Υπάρχουν εκδοχές που τον εμφανίζουν ως ένα συνηθισμένο σκύλο, αλλά και με πόδια λιονταριού, ουρά ερπετού ή φίδια σε όλο του το σώμα. Χαρακτηριστικές αναφορές στον Κέρβερο υπάρχουν: •  

Στους άθλους του Ηρακλή: πρόκειται για τον δωδέκατο άθλο, κατά τον οποίο ο Ηρακλής, χρησιμοποιώντας μόνο τη δύναμη των χεριών του, αιχμαλώτισε και μετέφερε τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, ο οποίος όμως από τον φόβο του τον έστειλε πίσω στον Άδη. • Στη Ρωμαϊκή μυθολογία και τον μύθο του ήρωα Αινεία. •    Στη Θεία Κωμωδία του Δάντη, στον τρίτο κύκλο της Κόλασης (ωδή στ΄). Επίσης εκτός από τον Ηρακλή τον Κέρβερο επεχείρησαν να συλλάβουν και να απαγάγουν ο Πειρίθους και ο Θησέας που όμως απέτυχαν. Μόνο ο Ορφέας κατάφερε με τους ήχους της μαγικής λύρας του να τον εξημερώσει έτσι ώστε να τον αφήσει να παραλάβει την Ευρυδίκη από τον Άδη.

…………….

Η 'Κόπρος του Αυγείου ήταν η κοπριά που είχε συγκεντρωθεί στους τεράστιους στάβλους του βασιλιά της Ήλιδος Αυγεία με τα 3.000 βόδια, οι οποίοι δεν είχαν καθαρισθεί επί πολλά (αναφέρεται και 30) χρόνια. Το καθάρισμα αυτών των στάβλων από όλη την κοπριά μέσα σε μία μόνο ημέρα ήταν ο πέμπτος άθλος του Ηρακλή. Ο Ηρακλής παρουσιάσθηκε στον Αυγεία και, αποκρύπτοντας τη διαταγή του Ευρυσθέα για τον άθλο, προσφέρθηκε να καθαρίσει τους στάβλους σε μία ημέρα με αντάλλαγμα το ένα δέκατο του κοπαδιού. Ο Αυγείας κορόιδεψε τον ήρωα για την προσφορά του, όμως δέχθηκε τη συμφωνία και έθεσε τον πρωτότοκο γιο του, τον Φυλέα, ως μάρτυρα. Ο Ηρακλής καθάρισε την κοπριά σκάβοντας δύο χαντάκια στα θεμέλια των στάβλων και στρέφοντας μέσα από αυτά τα νερά του Πηνειού και του Αλφειού προς τους στάβλους. Τα νερά των δύο αυτών ποταμών (κατ' άλλους μόνο του Πηνειού) παρέσυραν όλη την κοπριά. Αφού τελείωσε το έργο του μέσα στην προκαθορισμένη προθεσμία, ο Ηρακλής ζήτησε από τον βασιλιά την αμοιβή του, όμως εκείνος αρνήθηκε να του τη δώσει, επειδή στο μεταξύ είχε πληροφορηθεί ότι ο ήρωας στην πραγματικότητα εκτελούσε τις διαταγές του Ευρυσθέα. Στη δίκη που ακολούθησε για να λυθεί η διαφορά, ο Φυλέας κατέθεσε υπέρ του Ηρακλή αναφέροντας την υπόσχεση του πατέρα του. Πριν ανακοινωθεί η απόφαση, ο Φυλέας και ο Ηρακλής εκδιώχθηκαν από την Ήλιδα με βασιλική διαταγή του Αυγεία. Ο πρώτος πήγε στο νησί Δουλίχιο και ο ήρωας στην πόλη Ώλενο. Αρκετά χρόνια αργότερα ο Ηρακλής επέστρεψε στην Ήλιδα, κατέκτησε την πόλη και θανάτωσε τον Αυγεία.

 …………

 Η Κερυνίτιδα Έλαφος είναι μυθικό πλάσμα που συναντάται σε διάφορους θρύλους της αρχαίας Ελλάδας, με γνωστότερο αυτόν της παγίδευσής της από τον Ηρακλή. Σχετίζεται με την Άρτεμη, η οποία ήταν η προστάτιδα θεά του. Σύμφωνα με το μύθο, όταν η Άρτεμις ήταν ακόμη μικρή, είδε στο θεσσαλικό κάμπο πέντε ελαφίνες να βόσκουν. Θαμπωμένη από την ομορφιά τους, έπιασε τις τέσσερις και τις έζεψε στο άρμα της. Η πέμπτη, όμως, που είχε χρυσά κέρατα και έτρεχε πολύ γρήγορα, κατάφερε να ξεφύγει. Κατευθύνθηκε προς το νότο και μετά από μέρες, αφού πέρασε στην Πελοπόννησο, βεβαιώθηκε ότι ξέφυγε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Κερύνειο Όρος, στα σύνορα μεταξύ Αρκαδίας και Αχαΐας. Τότε η Άρτεμις, θαυμάζοντας τον ελεύθερο και ατίθασο χαρακτήρα της, έθεσε το ζώο υπό την προστασία της. Σύμφωνα με τους μελετητές της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, όπως ο Ρόμπερτ Γκρέιβς, ο μύθος της Κερυνίτιδος Ελάφου έχει μάλλον βόρεια προέλευση. Το ζώο στην πραγματικότητα μοιάζει περισσότερο με θηλυκό τάρανδο, αφού τα θηλυκά ελάφια είναι συγκριτικά μικρόσωμα, δεν έχουν κέρατα και δεν μπορούν να ζευχθούν σε άρμα. Συνεπώς, συμπεραίνεται ότι πρόκειται για εξελληνισμένο μύθο κάποιου βόρειου λαού. Στην άποψη συνηγορεί και ο μύθος του Ηρακλή (βλ. παρακάτω), αφού για να διαφύγει το ελάφι από τον ήρωα κατέφυγε στη γη των Υπερβορείων, κοντά στον αρκτικό κύκλο. Από την ίδια ευρύτερη περιοχή (Βαλτική Θάλασσα) οι Έλληνες εισήγαγαν ήλεκτρο (κεχριμπάρι), ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή. Στο χρώμα του ηλέκτρου είναι πιθανόν να οφείλεται ο θρύλος για τα χρυσά κέρατα του ελαφιού.

Ο τρίτος άθλος του Ηρακλή      Αναπαράσταση του τρίτου άθλου από τον Άντολφ Σμιντ - Νέο Μουσείο Βερολίνου Αφού ο Ηρακλής σκότωσε τη Λερναία Ύδρα, παρουσιάσθηκε στον Ευρυσθέα για να αναλάβει την επόμενη «αποστολή εξιλέωσης». Βλέποντάς τον ζωντανό, ο Ευρυσθέας σοκαρίστηκε. Όταν συνήλθε, του ανέθεσε την επόμενη αποστολή: να του φέρει την Κερυνίτιδα Έλαφο. Προσδοκούσε ότι η ελαφίνα θα σκότωνε τον Ηρακλή - ακόμη όμως κι εάν ο ήρωας πετύχαινε το σκοπό του, η Άρτεμις θα εξοργιζόταν και θα τον σαΐτευε. Ο Ηρακλής ανέλαβε την αποστολή, κατευθύνθηκε προς το βουνό που κατοικούσε το ζώο και το αναγνώρισε από τη λάμψη των κεράτων του. Ξέροντας ότι δεν θα μπορούσε να το προλάβει στο τρέξιμο, ούτε να το ακινητοποιήσει με τα όπλα του, αφού η ελαφίνα έτρεχε γρηγορότερα κι από βέλος, αποφάσισε να το εξαντλήσει. Όταν η ελαφίνα τον είδε, άρχισε να τρέχει προς τον βορρά, κι ο Ηρακλής ακολουθούσε ξοπίσω της. Ένα χρόνο κράτησε η καταδίωξη - περνώντας μέσα από τα εδάφη των Ελλήνων, των Θρακών και των Σκυθών, έφθασαν στη γη των Υπερβορείων. Εκεί το ελάφι, εξουθενωμένο από το τρέξιμο, σταμάτησε για να πιει νερό. Ο Ηρακλής άδραξε την ευκαιρία και το ακινητοποίησε. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή του μύθου, που διασώζει ο Απολλόδωρος, ο Ηρακλής το συνέλαβε όταν αυτό προσπαθούσε να περάσει τον ποταμό Λάδωνα στην Αρκαδία[1]. Όταν η Άρτεμις έμαθε τι έγινε, εξοργίστηκε και φώναξε τον αδελφό της Απόλλωνα να τη βοηθήσει με τις σαΐτες του. Καθώς ο Ηρακλής επέστρεφε στην Ελλάδα, εμφανίστηκαν μπροστά του για να τον τιμωρήσουν. Ο Ηρακλής της ζήτησε συγχώρεση, εξηγώντας της το λόγο της πράξης του και δεσμευόμενος ότι μετά την ολοκλήρωση της αποστολής του θα επέστρεφε το ελάφι στην προστάτιδα θεά του. Πηγαίνοντας προς το παλάτι του Ευρυσθέα, έμαθε ότι ο βασιλιάς προόριζε το ελάφι για τον κήπο του και σκέφθηκε ένα τέχνασμα: Κάλεσε τον Ευρυσθέα να βγει έξω από το παλάτι ώστε να παραλάβει ο ίδιος το ελάφι. Βλέποντάς τον ο Ευρυσθέας τον συνεχάρη για την επιτυχία του - όταν όμως άπλωσε τα χέρια του για να το πάρει, ο ήρωας πήρε τα χέρια του από το ζώο και αυτό ταχύτατα έτρεξε προς την Άρτεμη. Έτσι, εκπλήρωσε τόσο την αποστολή του να φέρει την Κερυνίτιδα Έλαφο στον Ευρυσθέα, όσο και την υπόσχεσή του στην Άρτεμη ότι θα την επέστρεφε.

………………..

Στην ελληνική μυθολογία, ο λέων της Νεμέας ζούσε στην περιοχή της Νεμέας και σκόρπιζε τον φόβο.  

Ο Ηρακλής παλεύει με τον Λέοντα της Νεμέας. Ήταν απόγονος του Τυφώνος και της Έχιδνας ή του Όρθρου και της Χίμαιρας. Υπάρχει ακόμα η άποψη ότι έπεσε από τη Σελήνη και ήταν απόγονος του θεού Δία και της θεάς Σελήνης. Το θηρίο αυτό σκοτώθηκε τελικά από τον Ηρακλή. Η θανάτωση του λέοντα ήταν ο πρώτος άθλος που ανατέθηκε στον Ηρακλή από τον Ευρυσθέα (βασιλιά των Μυκηνών). Ο Λέων είχε πολύ σκληρό δέρμα, το οποίο δεν μπορούσε να τρυπηθεί από όπλο. Ο Ηρακλής χρησιμοποίησε στην αρχή το τόξο και το σπαθί του, χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά πάλεψε ο ίδιος με γυμνά χέρια με το θηρίο και το έπνιξε. Στη συνέχεια προσπάθησε να το γδάρει, αλλά και αυτό στάθηκε αδύνατο. Η θεά Αθηνά του συνέστησε να χρησιμοποιήσει τα δόντια του ίδιου του ζώου, όπως και έκανε ο Ηρακλής, καταφέρνοντας τελικά να του πάρει το δέρμα. Ο ήρωας φόρεσε την «λεοντή» (δέρμα, τομάρι λέοντος) και πήγε στον Ευρυσθέα να του πει ότι εκτέλεσε την πρώτη αποστολή του. Μόλις τον είδε να μπαίνει ο Ευρυσθέας τρομοκρατήθηκε, νομίζοντας ότι επρόκειτο για το ίδιο το Λιοντάρι, και κρύφτηκε σε ένα πιθάρι. Ο Ηρακλής κράτησε τη λεοντή και τη φορούσε πάντα, ως πανοπλία. Όταν ο ήρωας έφτασε στη Νεμέα για να σκοτώσει το λιοντάρι, τον φιλοξένησε ο Μόλορχος, ένας ντόπιος βοσκός. Ο Μόλορχος, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ο πρώτος άνθρωπος που απέδωσε στον Ηρακλή θεϊκές τιμές. Το νεκρό σώμα του Λέοντος μεταφέρθηκε από τους θεούς στον ουρανό και σχημάτισε τον Αστερισμό του Λέοντα.  …………..

Η Λερναία Ύδρα είναι μυθικό ον με εννέα κεφάλια, το οποίο σκότωσε ο Ηρακλής στον δεύτερο από τους δώδεκα άθλους του.  

Η Λερναία Ύδρα ήταν αθάνατη. Ο μύθος λέει πως ήταν παιδί του Τυφώνα και της Έχιδνας.[1] Ζούσε στην περιοχή Λέρνη - βαλτότοπος που βρίσκεται νότια του Άργους - απ' όπου πήρε και το όνομά της. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν ο Ηρακλής έκοβε ένα κεφάλι, έβγαιναν δύο. Μόνο καίγοντας την πληγή με φωτιά κατάφερε να σταματήσει τον πολλαπλασιασμό και αυτό το κατάφερε με την βοήθεια του ανιψιού του Ιόλαου.[2] Το τελευταίο κεφάλι, που ήταν και το κεντρικό κι αθάνατο, το έκοψε και το έθαψε στη γη για να μην ξαναζωντανέψει. Από το αίμα της ο Ηρακλής έκανε τα βέλη του δηλητηριώδη. Από το δηλητήριο αυτό δεν γλύτωσε ούτε και ο Κένταυρος Νέσσος. Πριν τον θάνατό του, τα χάρισε στον Φιλοκτήτη.

Ανάπτυξη του μύθου   Η παλαιότερη αφήγηση με αναφορά στην Ύδρα εμφανίζεται στη Θεογονία του Ησίοδου, ενώ οι παλαιότερες εικόνες του τέρατος βρίσκονται σε ένα ζευγάρι από χάλκινες καρφίτσες που χρονολογούνται περί τα 700 π.Χ. Και στις δύο αυτές πηγές, τα κύρια μοτίβα του μύθου της Λερναίας Ύδρας είναι ήδη παρόντα: ένα φίδι πολλαπλών κεφαλών που σκοτώνεται από τον Ηρακλή και τον Ιόλαο. Ενώ αυτές οι ίνες απεικονίζουν μια Ύδρα με έξι κεφάλια, ο αριθμός των κεφαλών της καθορίστηκε για πρώτη φορά γραπτώς από τον Αλκαίο (περί τα 600 π.Χ.), ο οποίος της έδωσε εννέα κεφαλές. Ο Σιμωνίδης, γράφοντας έναν αιώνα αργότερα, αύξησε τον αριθμό σε πενήντα, ενώ ο Ευριπίδης, ο Βιργίλιος και άλλοι δεν έδωσαν ακριβή εικόνα. Ο Ηράκλειτος, υποστήρηξε με λογική, ότι η Ύδρα ήταν ένα φίδι με ένα κεφάλι και απλά συνοδεύονταν από τους απογόνους της.[5] Όπως και ο αρχικός αριθμός κεφαλών, η ικανότητα του τέρατος να αναπαράγει χαμένα κεφάλια ποικίλλει ανάλογα με τον χρόνο και τον συγγραφέα. Η πρώτη αναφορά αυτής της ικανότητας της Ύδρας συμβαίνει με τον Ευριπίδη, όπου το τέρας μεγάλωνε ένα ζευγάρι κεφαλών για κάθε ένα που έκοβε ο Ηρακλής. Στον Ευθύδημο του Πλάτωνα, ο Σωκράτης παρομοιάζει τον Ευθύδημο και τον αδελφό του Διονυσίδωρο με μια Ύδρα εκλεπτυσμένης φύσης που αναπτύσσει δύο επιχειρήματα για κάθε ένα. Ο Παλαίφατος, ο Οβίδιος και ο Διόδωρος Σικελιώτης συμφωνούν με τον Ευριπίδη, ενώ ο Σέρβιος παρουσιάζει την Ύδρα να μεγαλώνει τρία κεφάλια κάθε φορά. Η Σούδα δεν δίνει έναν αριθμό. Απεικονίσεις του τέρατος που χρονολογείται στο 500 π.Χ. το δείχνουν με διπλή ουρά, καθώς και πολλαπλά κεφάλια, υποδηλώνοντας την ίδια αναγεννητική ικανότητα αλλά καμία λογοτεχνική αφήγηση δεν έχει αυτό το χαρακτηριστικό.[6]

 …………….

Τα μήλα των Εσπερίδων ήταν σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, οι χρυσοί καρποί των δέντρων που βρίσκονταν στον κήπο των Εσπερίδων. Είναι κυρίως γνωστά μέσω του μύθου του Ηρακλή, καθώς η απόκτησή τους αποτέλεσε το αντικείμενο του ενδέκατου άθλου του.   Πίνακας περιεχομένων •     

 [...]ἷξον δ' ἱερὸν πέδον, ᾧ ἔνι Λάδων εἰσέτι που χθιζὸν παγχρύσεα ῥύετο μῆλα χώρῳ ἐν Ἄτλαντος, χθόνιος ὄφις, ἀμφὶ δὲ νύμφαι Ἑσπερίδες ποίπνυον ἐφίμερον ἀείδουσαι•[...] — Απολλώνιος ο Ρόδιος, Αργοναυτικά, 4, 1392

Σύμφωνα με τον Φερεκύδη[1], οι μηλιές που παρήγαγαν τους καρπούς αυτούς είχαν δοθεί από τη Γη στον Δία και την Ήρα σαν γαμήλιο δώρο. Η Ήρα φύτεψε τα δέντρα στον κήπο των θεών, ο οποίος βρισκόταν στη χώρα του Άτλαντα. Ο Άτλαντας βρισκόταν έξω από τον κήπο και σήκωνε στους ώμους του τον ουρανό, τιμωρία που του είχε επιβληθεί από τον Δία. Οι κόρες του Άτλαντα έκλεβαν όμως τα μήλα, γι´ αυτό και η Ήρα ανέθεσε τη φύλαξή τους στις νύμφες Εσπερίδες και στον Λάδωνα, δράκοντα με εκατό κεφάλια και γιο του Τυφώνα και της Έχιδνας. Ο άθλος του Ηρακλή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα] Ο Ευρυσθέας ανέθεσε στον Ηρακλή να μεταβεί στον κήπο των Εσπερίδων και να του προσκομίσει τα χρυσά μήλα. Στην πορεία του προς τον κήπο ο ήρωας αντιμετώπισε πολλές περιπέτειες. Σημαντικότερη από αυτές ήταν η απελευθέρωση του Προμηθέα από τον βράχο στον οποίο ήταν δεμένος. Ο Ηρακλής απελευθέρωσε τον Προμηθέα και σκότωσε τον αετό που έτρωγε το συκώτι του, δίνοντας έτσι τέλος στο μαρτύριο του Τιτάνα. Ο Προμηθέας συνόδευσε στη συνέχεια τον Ηρακλή στον κήπο των Εσπερίδων. Για το κυρίως μέρος του άθλου υπάρχουν τρεις διαφορετικές εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη και πλέον διαδεδομένη ο Ηρακλής ακολούθησε τη συμβουλή του Προμηθέα να μην μπει ο ίδιος στον κήπο. Συμφώνησε λοιπόν με τον Άτλαντα να κρατήσει για λίγο εκείνος το φορτίο του, μέχρι ο Άτλας να του φέρει τα χρυσά μήλα. Ο Άτλας συμφώνησε με την πρόταση αυτή. Επιστρέφοντας όμως από τον κήπο, αρνήθηκε να παραδώσει τους καρπούς στον Ηρακλή. Δήλωσε ότι θα πήγαινε ο ίδιος τα μήλα στον Ευρυσθέα και ότι θα άφηνε τον Ηρακλή στη θέση του για πάντα. Ο Ηρακλής επιστράτευσε τότε όλη του την ευστροφία για να μπορέσει να ξεφύγει από την αιώνια καταδίκη στην οποία τον έριξε ο Άτλαντας. Άφησε τον Άτλαντα να πιστέψει ότι αποδέχτηκε τη μοίρα του, του ζήτησε όμως πρώτα να κρατήσει για λίγο τον ουρανό προκειμένου να φτιάξει ένα μαξιλάρι για το κεφάλι του. Ο Άτλας δέχτηκε, ο Ηρακλής όμως δραπέτευσε παίρνοντας μαζί του και τα μήλα. Η δεύτερη εκδοχή φέρει τον Ηρακλή να πηγαίνει ο ίδιος στον κήπο, να φονεύει τον Λάδωνα και να παίρνει τα μήλα, ενώ η τρίτη τις Εσπερίδες να παραδίδουν τα μήλα στον Ηρακλή με τη θέλησή τους, αφού πρώτα αποκοίμισαν τον δράκοντα. Όταν ο Ηρακλής έφτασε στις Μυκήνες παρέδωσε τα μήλα στον Ευρυσθέα. Εκείνος τα έδωσε πίσω στον ήρωα ως δώρο. Ούτε ο Ηρακλής όμως κράτησε τα μήλα. Τα παρέδωσε στην Αθηνά, η οποία τα επέστρεψε στον κήπο των Εσπερίδων, καθώς εκεί ήταν η θέση στην οποία έπρεπε να βρίσκονται.

………….

Οι Στυμφαλίδες όρνιθες, δηλαδή τα «πουλιά της Στυμφαλίας», ήταν ανθρωποφάγα πουλιά με χάλκινα ράμφη, νύχια και φτερά, των οποίων η εξόντωση ήταν ο έκτος άθλος του Ηρακλή. Οι Στυμφαλίδες όρνιθες διώχθηκαν από τους λύκους διά μιας χαράδρας κοντά στον Ορχομενό της Αρκαδίας και είχαν καταφύγει στη λίμνη Στυμφαλία της ορεινής Κορινθίας, συνιστώντας απειλή για τους ανθρώπους, τα κοπάδια και τις σοδειές. Ο Ηρακλής δεν γνώριζε πώς να τις κάνει να βγουν από την πυκνή βλάστηση της λίμνης, αλλά η θεά Αθηνά, (παρθένα θεά της σοφίας και της πολεμικής τέχνης) του έδωσε κρόταλα από χαλκό σφυρηλατημένα στο εργαστήρι του Ηφαίστου, (θεός του σιδήρου, του μετάλλου και του χαλκού) τα οποία κροτάλισε ο ήρωας από ένα ύψωμα δίπλα στη λίμνη. Με τον τρόπο αυτό τα πουλιά ξεσηκώθηκαν τρομαγμένα και ο Ηρακλής εξολόθρευσε κάποια ενώ τα υπόλοιπα κατέφυγαν στο νησί του Άρεως όπου αντιμετωπίστηκαν αργότερα από τους Αργοναύτες κατά την διέλευσή τους με προορισμό την Κολχίδα.

……………………………

Ο ταύρος της Κρήτης ήταν θηρίο στην ελληνική μυθολογία. Η αιχμαλωσία του αποτέλεσε αντικείμενο του έβδομου άθλου του Ηρακλή. Η γέννηση του ταύρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα] Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο ταύρος ήρθε στον κόσμο μετά από αίτημα του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα. Συγκεκριμένα, ο Μίνωας υποσχέθηκε στον Ποσειδώνα ότι θα του θυσίαζε οτιδήποτε έβγαινε από τη θάλασσα. Τότε, αναδύθηκε μέσα από τη θάλασσα ο ταύρος, όμως ο Μίνωας, εκστασιασμένος από την ομορφιά του ζώου, θυσίασε άλλο ζώο στη θέση του ελπίζοντας ότι θα ξεγελούσε το θεό. Ο Ποσειδώνας εκνευρίστηκε και έκανε τον ταύρο μανιακό, ο οποίος άρχισε να προξενεί τεράστιες καταστροφές στο νησί. Σύμφωνα με διαφορετική εκδοχή, ο Ποσειδώνας έκανε την Πασιφάη, σύζυγο του Μίνωα, να ερωτευτεί τον ταύρο. Από την ένωσή τους γεννήθηκε ο Μινώταυρος. Υπάρχει επίσης η εκδοχή σύμφωνα με την οποία ο ταύρος αυτός είχε χρησιμοποιηθεί για την αρπαγή της Ευρώπης.   Ο Ηρακλής αιχμαλωτίζει τον ταύρο της Κρήτης, λεπτομέρεια από ρωμαϊκό μωσαϊκό, Ιλλυρία Ισπανία Άθλος του Ηρακλή

Ηρακλής αιχμαλώτισε τον ταύρο για χάρη του έβδομου άθλου του. Ο Ευρυσθέας, μάλιστα, θέλοντας να δυσκολέψει περισσότερο την αποστολή του Ηρακλή, διέταξε να του φέρει τον ταύρο ζωντανό. Έτσι ο ήρωας αναχώρησε για την Κρήτη. Ο Μίνωας δέχθηκε να του δώσει τον ταύρο, με την προϋπόθεση ότι θα κατάφερνε πρώτα να τον δαμάσει. Ο Ηρακλής αιχμαλώτισε τον ταύρο χρησιμοποιώντας ένα δίχτυ, τον κουβάλησε στους ώμους του και τον πήγε στις Μυκήνες, όπου και τον παρέδωσε στον Ευρυσθέα. Εκείνος τον ελευθέρωσε και τότε ο ταύρος, διασχίζοντας την Πελοπόννησο, έφτασε στο Μαραθώνα της Αττικής, όπου συνέχισε να προξενεί καταστροφές. Η εξόντωση του θηρίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα] Ο Αιγέας, βασιλιάς της Αθήνας, ενοχλημένος από τις καταστροφές που δημιουργούσε το ζώο στην περιοχή του, ανέθεσε την εξόντωση του στον Ανδρόγεω, γιο του Μίνωα. Στήριξε τις ελπίδες του σε αυτόν καθώς είχε στεφθεί πρωταθλητής στα Παναθήναια. Όμως ο Ανδρόγεως διέψευσε τις προσδοκίες του Αιγέα. Απέτυχε να σκοτώσει τον ταύρο και έχασε και τη ζωή του. Μετά την αποτυχία του Ανδρόγεω ο γιος του Αιγέα, Θησέας, ανάλαβε την επικίνδυνη αποστολή. Κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει τον ταύρο χωρίς τη χρήση όπλων και τον περιέφερε σύμφωνα με τον Πλούταρχο σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Τελικά τον θυσίασε στο δελφίνιο Απόλλωνα.

…………………