ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΧΡΕΟΣ
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΧΡΕΟΣ Απο τα παιδια του δημοτικου σχολειου Δουραχανης
ΠΡΟΣΩΠΑ
(με τη σειρά που εμφανίζονται)
2.
Φρόσω
3.
Λενιώ
4.
Κωνσταντινιά
5.
Γιαννιός, ο
τρελός του χωριού και Φιλικός Ασημάκης Ζαΐμης
6.
Αγάς
7.
1ος
Τούρκος
8.
2ος
Τούρκος
9.
Τζαννής
10. Στρατής
11. Γιωργής
12. Λευτέρης
13. Κώστας
14. Νικολής
15. Τασσώ
16. Βαγγελιώ
17. 1ο παλικάρι
18. 2ο παλικάρι
19. Αγγελιαφόρος
Φωτισμός: Νύχτα. Φως διακριτικό.
Α’ Π Ρ Α Ξ Η
ΦΩΝΕΣ: Εμείς καπετάνισσα, οι γειτόνισσες μαθές.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Κοπιάστε
(Μπαίνουν η Φρόσω, η Λενιώ, η
Κωνσταντινιά. Φέρνουν μαζί τους και πλέξιμο, αδράχτια ή ότι άλλο.)
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
Ελάτε. Ελάτε, καθίστε.
(Κάθονται. Κοιτάζονται μεταξύ τους οι
νεοφερμένες. Η Καπετάνισσα τις παρατηρεί και σφίγγει τα φρύδια της).
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Ε, τι έχετε γειτόνισσες; Συμβαίνει
τίποτε;
ΦΡΟΣΩ: (δισταχτικά)
Τι να συμβαίνει καπετάνισσα; (γυρίζει
στις άλλες) Συμβαίνει τίποτε γειτόνισσες;
ΛΕΝΙΩ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΑ: (κοιτάζονται μεταξύ τους). Όχι, όχι…
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Ακούστε εδώ. Σας ξέρω καλά εγώ. Αφήστε
τώρα τις ψευτιές. Δε με γελάτε μένα. Πέστε μου γρήγορα. (κοιτάζει τη Λενιώ) Πες μου Λενιώ. Τι συμβαίνει κι έχετε τέτοια
μούτρα;
ΛΕΝΙΩ: (κοιτάζει
τις άλλες)…..
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (Πλησιάζει
και πιάνοντάς την, την ταρακουνάει) Άκου εδώ. Εμένα δε με κοροϊδεύει
κανένας, ακούς; Εσένα ρώτησα. Δε ρώτησα τις άλλες. Είπα, λέγε.
ΦΡΟΣΩ: (Αποφασιστικά)
Καπετάνισσα. Παράτα την. Δεν ξέρει αυτή. Θα σου πω εγώ. Καπετάνισσα….
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Λέγε ωρέ Φρόσω. Εγώ στάθηκα σαν μάνα για
σας. Εμένα μού κρύβετε την συλλογή σας; Λέγε λοιπόν…
ΦΡΟΣΩ: (Κάθεται
σ’ ένα σκαμνί) Κάθισε καπετάνισσα. Θα σου πω.
Β’ ΣΚΗΝΗ
(Χτυπά η
πόρτα. Πηγαίνει κι ανοίγει η καπετάνισσα κι εμφανίζεται ο Γιαννιός, ο τρελός
του χωριού. Ντυμένος ατημέλητα χοροπηδά και κάνει διάφορα αστεία)
ΓΙΑΝΝΙΟΣ: …. Χαρά στις χήρες και στις νιές
και στις
ομορφονιές
χαρά και στις
κυράδες….
(Κάνει
διάφορες τρέλες. Αναποδογυρίζει τα σκαμνιά. Τρυπώνει κάτω από τις βελέντζες.
Παίρνει ένα κουβά και τον βάζει στο κεφάλι του κι αρχίζει να χορεύει
τραγουδώντας)
Θα τους κρεμάσουμε
τους σκύλους
τις γάτες, τις
πάπιες, τις χήνες,
τις κότες, τα
κόκκινα ποντίκια…
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (αυστηρά)
Γιαννιό. Σύχασε είπα.
ΓΙΑΝΝΙΟΣ: (γυρνάει
γύρω της. Φωνάζει) … τις γάτες, τις πάπιες, τα κόκκινα ποντίκια…
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Είπα. Σύχασε. Θες να φας τίποτε; (του φέρνει ψωμί). Πού γύρναγες, πάλι,
σαν αερικό, κατακαημένε;
ΓΙΑΝΝΙΟΣ: (τρώει
με βουλιμία και μουρμουρίζει)… τις γάτες, τους σκύλους…
(περπατάει
σιγά – σιγά, πηγαίνει πίσω από τη Λενιώ και φωνάζει με όλη του τη δύναμη): Μπουουμμμ (ξεκαρδίζεται
στα γέλια)
ΛΕΝΙΩ: (πετάγεται
όρθια, ενώ οι άλλες γελάνε) Να χαθείς, αναθεματισμένε. Αχ πήρα μια τρομάρα…
(σταυροκοπιέται)
(ο Γιαννιός φεύγει τραγουδώντας πάντα
μες στα δόντια του το τραγούδι του)
ΦΡΟΣΩ: Παλαβός τέλεια. Ο Θεός ξέρει, τι αμαρτίες
πληρώνει.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Δε βαριέσαι. Είν’ ευτυχισμένος. Δεν
ξέρει. Δε νιώθει, ίσως. Αλλοίμονο σε μας που ‘χουμε το μυαλό. Που ‘χουμε λογικό,
και βλέπουμε, τι γίνεται γύρω μας. Οι τρελοί είναι οι αγαπημένοι του Θεού.
Ευτυχισμένοι μέσα στην τρέλα τους.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΑ: Αλήθεια. Πώς βρέθηκε εδώ ο Γιαννιός; Απ’
ότι ξέρω δεν ειν’ απ’ τα μέρη μας. Ψέματα;
ΛΕΝΙΩ: Κανένας δεν ξέρει από πού κρατάει η σκούφια
του.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Λες και τον άφησε πουλί στον τόπο μας.
Λένε πως είναι από κάποιο νησί. Απ’ τα Εφτάνησα νομίζω. Ούτε γονείς έχει, ούτε
κανένα στον κόσμο. Έτσι γυρνάει. Σαν την άδικη κατάρα. Ένα κομμάτι ψωμί, αυτό
θέλει. Κι όλο τραγουδάει.
ΦΡΟΣΩ: Δε σάς φάνηκε παράξενο το τραγούδι του;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΑ: Έλα, τώρα, κι εσύ. Από τρελό τι
περιμένεις; Μουρλάδες, τι άλλο;
ΛΕΝΙΩ: Όμως και οι Τούρκοι ακόμα τον αγαπάνε.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Η τρέλα είναι ιερή αρρώστια στη θρησκεία
τους. Σέβονται τους τρελούς.
ΦΡΟΣΩ: Εδώ που τα λέμε, αυτός ο Γιαννιός τους
κοροϊδεύει. Ώρες, ώρες νομίζεις πως το κάνει επίτηδες.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Μη σκιάζεστε. Δεν έχουμε τίποτα να
φοβηθούμε.
ΦΩΝΕΣ: Ανοίξτε. Θα γκρεμίσουμε τις πόρτες σκυλιά.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Καλά. Καλά. Ερχόμαστε. (πηγαίνει και ανοίγει)
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Τι πράγματα είναι τούτα που λες, Αγά;
Ντροπής! Δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε. Δεν μάς αφήσατε να ‘χουμε τίποτε.
ΑΓΑΣ: Μάζωξε τα λόγια σου γυναίκα. Πολλά λες. Πολλά.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Κι εσύ πολλά κάνεις. Μες στη νύχτα, τι
γυρεύετε σε ξένα σπίτια; Πάρε τους ανθρώπους σου, και πήγαινε στο καλό! Έρημες
γυναίκες είμαστε, δεν έχουμε τίποτε να κρύψουμε, σού λέω.
ΑΓΑΣ: Πας
γυρεύοντας για καυγά. Τρέχει η γλώσσα σου πολύ, και δε θα σε βγάλει σε καλό. Μ’
ακούς; (γυρίζει στις γυναίκες) Κι
εσείς ωρέ γυναίκες, τι γυρεύετε τέτοια ώρα εδώ; Σπίτια δεν έχετε;
ΦΡΟΣΩ: (με
θάρρος) Γειτόνισσες είμαστε μαθές. Είπαμε να κάνουμε λίγη συντροφιά στην
Καπετάνισσα.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Αγά. Δεν έχω πολλά λόγια. Οι γυναίκες
είναι δικοί μου άνθρωποι. Είπα άδικα ψάχνουν οι δικοί σου. Δεν υπάρχει τίποτε
για να κρύψουμε. Στο καλό να πας.
τις γάτες, τις πάπιες, τις χήνες,
τις κότες, τα κόκκινα ποντίκια…
ΓΙΑΝΝΙΟΣ: (τον
κοροϊδεύει περπατώντας επίσημα)
…. τα
κόκκινα ποντίκιααα
1ος ΤΟΥΡΚΟΣ (ορμάει πάνω του) : Σκασμός ωρέ γκιαούρη…
2ος ΤΟΥΡΚΟΣ: (τον
πιάνει) Μα τον Αλλάχ, θα τον σκοτώσω Αγά.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (μπαίνει
στη μέση) Αγά, πάρε τους από εδώ. Ο Αλλάχ απ’ ότι ξέρω, έχει για ιερή την
τρέλα.
ΑΓΑΣ: Πάρτε αυτόν τον γκιαούρη από μπροστά μου. Κι εσύ
Καπετάνισσα σκέψου καλά τι θα σε ρωτήσω.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Βουλήθηκες Αγά, να τα βάλεις τώρα και με
γυναίκες;
ΑΓΑΣ: (οργισμένος)
Τι λες, γυναίκα; Θα σε περάσω στο σουβλί.
Μάζεψε την γλώσσα σου. Μολόγα τώρα. Πού ’ναι ο καπτα – Τζαννής; Τελευταία τον
είδανε στο διάσελο με μερικούς γκιαούρηδες. Εσύ θα ξέρεις. Γυναίκα του είσαι.
Λέγε.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (σταυρώνει
τα χέρια) Άκου Αγά. Διαφεντεύεις την λευτεριά μας με τρόπο άτιμο. Όχι όμως,
και την καρδιά μας, έτσι; Ο καπτα – Τζαννής, είναι ο άντρας μου, και το ’χω για
τιμή και περηφάνεια μου. Όμως δεν ξέρω πού είναι. Δεν είμαι εγώ απ’ τις γυναίκες
που σκιάζονται και που τρέχουν ξοπίσω
του. Δεν ξέρω που ’ναι, αλλά, όπου κι αν είναι, καλά είναι, κι έχει την ευχή
του Θεού. Τίποτ’ άλλο!
ΑΓΑΣ: Καλά, γυναίκα. Θα τιμωρηθείς για τα λόγια σου
αυτά. Θα τον βρούμε εμείς τον άντρα σου. Γι’ αυτό να ’σαι σίγουρη. Θα σου τον
φέρω να τον μοιρολογήσεις. Βαλ’ το καλά τούτο στο ξεροκέφαλό σου. (γυρίζει στους άντρες του) Πάμε ωρέ.
ΓΙΑΝΝΙΟΣ: (πηγαίνει
πίσω από τον Τούρκο και του τραβάει το φέσι κι αυτός αρχίζει να τον κυνηγάει
τρέχοντας ξοπίσω του. Τραβάει σπαθί.)
ΑΓΑΣ: Χάλασέ τον, τον άτιμο.
ΓΙΑΝΝΙΟΣ: (δίνει
το φέσι και κρύβεται πίσω από την Καπετάνισσα και κάνει τρελά σχέδια,
κοροϊδευτικά)
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Μάζεψε το σπαθί σου. Άσε τον Γιαννιό στην
τρέλα του και μάς στην ησυχία μας.
(Οι Τούρκοι φεύγουν. Οι γυναίκες μαζεύονται
γύρω στην Καπετάνισσα. Ο Γιαννιός κάθεται στα πόδια και μασουλάει ένα κομμάτι
ψωμί, τραγουδώντας το γνωστό του τραγούδι)
Α Υ Λ
Α Ι Α
Β’ Π Ρ Α Ξ Η
Α’ ΣΚΗΝΗ
(Πετάγονται όλοι πάνω και ακούγονται
φωνές διαμαρτυρίας.)
ΣΤΡΑΤΗΣ: Μεγάλο λόγο ξεστόμισες καπετάνιο.
ΓΙΩΡΓΗΣ: Πάρ’ το λόγο πίσω καπτα – Τζαννή.
ΤΖΑΝΝΗΣ: Βάλτε ωρέ την γλώσσα σας μέσα. Πολλά λέτε. Ο
λόγος είναι λόγος. Τον παίρνει ο αγέρας και χάνεται. Τα έργα μένουν. Και τ’
άξια παλληκάρια θα το δείξουν πολύ γρήγορα.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Καπτα – Τζαννή, το ’χουμε κιόλα δείξει. Τα
κορμιά μας είναι γεμάτα λαβωματιές. Δε φοβάται ο βρεμένος τη βροχή. Γι’ αυτό κι
εγώ σού λέω. Μεγάλο λόγο ξεστόμισες.
ΤΖΑΝΝΗΣ: Πάει καλά. Λοιπόν, ακούστε τι έχω να σας πω.
Πολύ γρήγορα θα έχουμε ξεσηκωμό. Στη σύναξη των καπεταναίων στη Βοστίτσα
αποφασίστηκε. Ο Μητροπολίτης Γερμανός θα σηκώσει το λάβαρο στην Αγία Λαύρα. Αυτό
θα ’ναι το σύνθημα. Τούτο θα γίνει στις 25 του Μάρτη.
Κώστας: Σημαδιακή μέρα.
ΝΙΚΟΛΗΣ: Ναι, άγια μέρα, του Βαγγελισμού. Βοήθειά μας.
ΤΖΑΝΝΗΣ: Πολλά λόγια δεν θα πείτε. Δεν θα μολογησετε σε κανέναν, ούτε με τις
γυναίκες ούτε με τους άλλους. Μόνο όσοι είναι στην Φιλική Εταιρεία θα
γνωρίζουν. Κι αυτοί είναι ορκισμένοι.
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Πάει καλά καπτα – Τζαννή. Θα γίνει όπως το
λες.
(Μπαίνει η καπετάνισσα. Κοιτάζει όλους
ερευνητικά)
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: Τ’ αμίλητο νερό ήπιατε, ωρέ; Ήθελα να
’ξερα τι μυαλό κυβερνάτε… τι έχει μέσα…
ΤΖΑΝΝΗΣ; Πολλά λες, γυναίκα. Στην δουλειά σου εσύ,
στην δική μας εμείς. Άσε μας τώρα.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (Βάζει
τα χέρια στη μέση) Άκου καπτα – Τζαννή. Μπορεί να ’σαι άντρας μου και
αφέντης του σπιτιού αυτού. Όμως έχω κι εγώ ένα λόγο εδώ μέσα.
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Καπτα – Τζαννή… τι λέει η Καπετάνισσα;
ΤΖΑΝΝΗΣ: Γυναίκα, ένα λόγο είπα, και άλλο δεν έχω. Το
κουμάντο το κάνω εγώ. Λοιπόν… Κάνε ότι έχεις να κάνεις κι άδειασέ μας τον τόπο.
Αυτά δεν είναι λόγια για γυναίκες. Μ’ ακούς ωρέ;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (δεν
αλλάζει στάση)
(Μουσική υπόκρουση. Η ένταση υπάρχει διάχυτη. Ακούγονται χτυπήματα. Μπαίνουν μέσα οι γυναίκες της Α’ πράξης καθώς κι η Βαγγελιώ και η Τασσώ. Πηγαίνουν κατά την Καπετάνισσα)
ΤΖΑΝΝΗΣ:
Το ξέρεις πολύ καλά γυναίκα. Ο σκοπός είναι μεγάλος και ιερός. Εσείς οι
γυναίκες είστε από άλλη πάστα. Δεν κρατάτε τη γλώσσα σας. Η Πατρίδα έχει ανάγκη
από όλους εμάς. Όμως αφήστε τα πολλά και τα δύσκολα για τους άντρες.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
Τι λέτε ωρέ εσείς οι γυναίκες; Πώς τα λογιάζετε όλα τούτα;
ΤΑΣΣΩ:
Ο καθένας έχει το δίκιο του. Όμως…
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
Μιλήστε ωρέ κι εσείς.
ΒΑΓΓΕΛΙΩ:
Εγώ λέω να μην τους ακούσουμε, Καπετάνισσα. Αφού ο καπτα – Τζαννής δε μας
λογιάζει…
ΤΖΑΝΝΗΣ:
(κινάει κατά πάνω της) Τι λες ωρή; Τι
ξεστόμισες…
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
(μπαίνει μπροστά του) Κράτα την
παλικαριά σου για τους Τούρκους.
ΝΙΚΟΛΗΣ:
(στον καπετάνιο) Κατάλαβες; Σηκώσανε
μπαϊράκι και οι γυναίκες.
ΚΩΣΤΑΣ:
Καλό και τούτο. Και τι θα ’χουμε ωρέ για φλάμπουρο; Το μαντήλι τους;
ΓΙΩΡΓΗΣ:
Το μυαλό τους είν’ έξω απ’ το κεφάλι τους.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ:
Χάλασε ο κόσμος. Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν…
ΛΕΝΙΩ:
Το μυαλό σου χάλασε, Λευτέρη.
ΤΑΣΣΩ:
Αφήστε τα μεγάλα λόγια. Χρόνια και εμείς περιμένουμε την λευτεριά και δεν
έρχεται. 400 ολάκερα.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
(κάνει νόημα σε όλους) Φτάνει ωρέ
πατριώτες. Η αξιάδα και η γεροσύνη του μυαλού και του κορμιού δε μετριούνται με
λόγια έτσι; Πήραμε μια απόφαση. Πάει τέλειωσε. Σώνουν οι κουβέντες.
Γ’ ΣΚΗΝΗ
ΦΩΝΕΣ
ΜΕΣΑ: Ποιος είναι; Ποιος…
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
Καπτα – Τζαννή, πάρε τους άντρες σου μέσα. Θα δω εγώ. Εσείς γυναίκες πιάστε,
και κάντε καμιά δουλειά.
ΦΩΝΗ
ΑΠ’ ΕΞΩ: Ανοίξτε… ανοίξτε…
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ: (πηγαίνει και ανοίγει) Καλώς τα
παλικάρια.
(Μπαίνουν δυο παλικάρια. Το ένα κρατάει στην πλάτη του έναν πληγωμένο.
Τον αφήνει σιγά -σιγά κάτω. Αυτός βογκάει.)
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
Τι είν’ ωρέ παλικάρι;
1ο
ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ: Μήνυμα φέρνει, Καπετάνισσα από τη Βοστίτσα, από τους προεστούς.
Έπεσε, όμως, σε παγίδα, και λαβώθηκε. Κατάφερε, και ξέφυγε.
2ο
ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ: Τον βρήκαμε σε μια ρεματιά. Παραπατούσε. Έχανε πολύ αίμα. Μάς είπε
για το μήνυμα.
(Μπαίνουν και οι άντρες. Ο καπτα – Τζαννής γονατίζει κοντά του. Κάνουν
ένα μεγάλο κύκλο άντρες και γυναίκες. Του φέρνει νερό.)
ΤΖΑΝΝΗΣ:
Τι έχεις ωρέ παλικάρι;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ:
(δε μιλάει μα βογκάει)…….
ΤΖΑΝΝΗΣ:
Τι είναι ωρέ, τί συμβαίνει;
2ο
ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ: Σού φέρνει μήνυμα Καπετάνιο.
ΤΖΑΝΝΗΣ:
Αλήθεια;
1ο
ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ: Το ’χει θαρρώ μαζί του. Μόνο άμα πεθάνω, μάς είπε, να το πάρετε και
να το δώσετε του καπτα – Τζαννή.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ:
(με σβησμένη και κομμένη φωνή, ακούγεται
μουσική υπόκρουση) Καπτα – Τζαννή… θέλω… θέλω να σου… το μήνυμα…
ΤΖΑΝΝΗΣ:
Κουράγιο παλληκάρι μου. Οι γυναίκες θα σε περιποιηθούν.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ:
Όχι, το ξέρω… στέρεψ’ η ζωή μου… ένα λυπάμαι… ένα… ένα θέλω… την Πατρίδα…
προσέξτε… την Πατρίδα παιδιά… την Πατρί… (γέρνει
απότομα το κεφάλι. Πεθαίνει. Μένουν όλοι σιωπηλοί. Του παίρνει απ’ την ζώνη του
το μήνυμα ο Τζαννής.)
ΤΖΑΝΝΗΣ:
Φέρτε ωρέ κλαρί να το βάλουμε πάνω το παλληκάρι. Οι κλέφτες δεν καταλαβαίνουν
για στρώμα, παρά πέτρα σκληρή και κλαρί απ’ το λόγκο. (Δυο παλληκάρια πάνε δίπλα και φέρνουν κλαρί. Σηκώνουν το παλληκάρι και
το τοποθετούν πάνω. Η Φρόσω παίρνει μια μπουκάλα κρασί και το ρίχνει πάνω. Η
Λενιώ φέρνει ένα σεντόνι λευκό και το σκεπάζει. Η Καπετάνισσα φέρνει ένα
εικόνισμα και το βάζει στα σταυρωμένα χέρια του. Πάντα μουσική υπόκρουση.)
ΒΑΓΓΕΛΙΩ:
Πήγε από βόλι. Μη τον κλαίτε. Δεν έζησε, δεν πέθανε χωρίς λόγο.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
Πάψτε τώρα. Για την πατρίδα ο θάνατος, θάνατος δεν είναι. Χαρά είναι. Μόνο πες
μας αφέντη, τι λέει η γραφή.
ΤΖΑΝΝΗΣ:
(Ανοίγει το χαρτί και διαβάζει μόνος του.
Όσο διαβάζει τόσο αλλάζει μορφή. Οι άλλοι μαζεύονται γύρω του και προσπαθούν να
μαντέψουν)
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
Πάρε τα παλληκάρια, ωρέ Τζαννή. Στάσου εδώ δίπλα. Μη φύγετε. Αυτοί οι Τούρκαλάδες
μπορεί να μάς χαλάσουν. Γι’ αυτό να ’χετε το νου σας.
ΑΓΑΣ:
Α, ωρέ. Θα σας αφανίσω. Θα σας πετσοκόψω. Ανοίξτε είπα…
(Οι άντρες φεύγουν. Η
Καπετάνισσα κάνει νόημα στις γυναίκες. Πηγαίνει, κι ανοίγει, αφού οι γυναίκες
έχουν κάτσει κάτω. Αγάς και Τούρκοι ορμάνε μέσα με τα σπαθιά στα χέρια.)
ΑΓΑΣ:
Μα τον Αλλάχ, δεν γλιτώνετε. Τι τρέχει ωρέ; (βλέπει
τις γυναίκες που είναι γύρω στο νεκρό)
ΑΓΑΣ:
Τι είναι πάλι τούτος εδώ; Από τον ουρανό έπεσε; Ποιος γκιαούρης είναι;
ΤΑΣΣΩ:
Στην πόρτα, τον βρήκαμε Αγά μου, καθώς ερχόμαστε. Δεν τον ξέρουμε.
ΒΑΓΓΕΛΙΩ:
Φωνάξαμε την Καπετάνισσα. Τον πήραμε μέσα. Ζωή δεν είχε… Αυτό ’ναι όλο.
ΑΓΑΣ:
(γυρνάει γύρω γύρω) Έτσι ε; Αυτό είν’
όλο… Αυτά είχατε να πείτε;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
Αυτό ‘ναι όλο. Τίποτ’ άλλο. Άσε τις γυναίκες ήσυχες. Μοιρολογάνε το παλληκάρι.
1ος
ΤΟΥΡΚΟΣ: (πλησιάζοντας το νεκρό)
Αυτόν τον ξέρω, τον γκιαούρη. Τον τραυματίσαμε στην ρεματιά.
ΑΓΑΣ:
Τι λες ωρέ, αλήθεια;
2ος
ΤΟΥΡΚΟΣ: Αλήθεια πολυχρονεμένε μου Αγά. Τον είδα κι εγώ, με τα μάτια μου. Δεν
ξέρω πως τα κατάφερε, και έφτασε μέχρις εδώ.
1ος
ΤΟΥΡΚΟΣ: Την ώρα που θα τον πιάναμε, μπήκαν στη μέση κάτι γκιαούρηδες, κι
άρχισαν να μάς ρίχνουν.
2ος ΤΟΥΡΚΟΣ: Βρήκε, τότε, την ευκαιρία και το
’σκασε.
ΑΓΑΣ:
Ώστε έτσι; Τότε… (κοιτάζει φιλύποπτα την
Καπετάνισσα. Την πλησιάζει, ενώ αυτή έχει σταυρώσει τα χέρια στο στήθος, και
τον ατενίζει περήφανα)
ΑΓΑΣ:
Εσύ κυρά…
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
Τι εγώ Αγά;
ΑΓΑΣ:
Λέω… εσύ… σίγουρα θα ξέρεις; Λέγε…
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
Γιατί να ξέρω Αγά; Θαρρείς πως τον ξέρω τούτον εδώ; Ούτε απ’ τα μέρη μας είναι.
Στην πόρτα μου βρέθηκε, κι οι γυναίκες…
ΑΓΑΣ:
(ειρωνικά) Οι γυναίκες λοιπόν. (αγριεύει) Λέγε γκιαούρισσα γιατί σ’
έσφαξα. Τι γύρευε αυτός εδώ; Γιατί να διαλέξει, την δική σου πόρτα;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
Αγά, παράτα τις παλικαριές, γιατί μα το Θεό…
ΑΓΑΣ:
Για λέγε, για λέγε, τι θα κάνεις;
Αλλοίμονό σου αν ανακαλύψω κάτι ενάντιό σου!
(τρέχουν οι Τούρκοι)
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
(μπαίνοντας στη μέση) Πίσω ωρέ.
Αφήστε το Γιαννιό, είπα.
ΑΓΑΣ:
Κάνε πέρα, και σε σφάζω.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
Έλα, ωρέ Αγά, παλληκαρά. Που ’μαθες τώρα να τα βάζεις και με γυναίκες.
1ος
ΤΟΥΡΚΟΣ: Να την σφάξω, Αγά;
2ος
ΤΟΥΡΚΟΣ: Άστηνε σε μένα, Αγά.
ΑΓΑΣ:
Πίσω ωρέ. Θα μας πάρουνε για κιοτήδες.
(Οι γυναίκες στο μεταξύ κύκλωσαν την Καπετάνισσα. Στα πόδια της ο
Γιαννιός εξακολουθεί να κρύβεται, και να μουρμουρίζει το τραγούδι του «θα τους
κρεμάσουμε τους σκύλους…». Καθώς ξεφεύγουν πιο πέρα, φεύγει κι αυτός και
μασουλώντας ένα ξεροκόμματο τραγουδάει πάντα)
ΑΓΑΣ:
Ψάξτε, ωρέ καλά. Μπορεί εδώ μέσα να κρύβονται κι άλλοι. Για να ’ρθει αυτό το
θρασίμι εδώ, πάει να πει ότι κάτι ή κάποιον θα γύρευε. (οι Τούρκοι ψάχνουν)
(Ο Γιαννιός τους προκαλεί. Πηγαίνει
πίσω τους, στα βήματά τους, τραγουδώντας και χορεύοντας. Αυτοί τον κλωτσάνε.
Στο τέλος ο Αγάς βγάζει το μαχαίρι του, κι ορμάει στον τρελό)
ΛΕΝΙΩ:
(τρέχοντας προς το μέρος του Γιαννιού)
Μη… μη… για το Θεό…
(Πέφτει πάνω στο μαχαίρι του Αγά και λαβώνεται. Οι άλλες πάνε κοντά
της.)
ΛΕΝΙΩ:
(Βγάζει κραυγή) …. Αχ …. Με φάγανε… με φαγανε…
(Γίνεται αναταραχή. Οι γυναίκες στριγκλίζουν. Βλέπουν μια το μαχαίρι και
μια τη Λενιώ που είναι στα πόδια του.)
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
Θα πληρώσεις ωρέ Αγά. Εγώ θα σε χαλάσω…
ΦΡΟΣΩ:
(φωνάζει) Καπτα – Τζαννή… παλικάρια…
(Μουσική υπόκρουση θριαμβευτική)
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
(Βγάζει ένα μαχαίρι, και ορμάει στον Αγά.
Ο Γιαννιός τον πιάνει απ’ τα πόδια, και η Καπετάνισσα ορμάει.) Να… ωρέ…
ΤΖΑΝΝΗΣ:
(μπαίνοντας με τα παλικάρια του)
Ορμάτε τους, παλληκάρια… Έφθασε η ώρα τους…
(Τα παλικάρια του ορμούν, οι Τούρκοι τρέχουν να σωθούν, ενώ ο Γιαννιός
εξαφανίζεται)
ΑΓΑΣ:
(βογκώντας, έξω από την σκηνή) Με
φάγατε μωρέ…
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
(κοιτάζει προς τα έξω) Εγώ στο ’ταξα
Αγά. Έτσι θα χαλάσουμε και όλην την Τουρκιά.
ΤΖΑΝΝΗΣ:
(πηγαίνει κοντά της) Σύχασε τώρα…
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
Μπήκε το νερό στ’ αυλάκι, άντρα μου. Ότι γράφει, δεν ξεγράφει. Μπήκαμε για τα καλά
στο χορό, και θα χορέψουμε…
ΦΡΟΣΩ:
(με χαρά) Το ’δειξες καλά,
Καπετάνισσα, πως γίνεται ο καλός χορός…
ΛΕΝΙΩ:
Το χορό της ζωής και του θανάτου. Γεννάει με το ’να χέρι η γυναίκα, γεννάει τη
ζωή… κι αν χρειαστεί με τ’ άλλο σπέρνει και το θάνατο.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
(βγαίνοντας στο προσκήνιο και κοιτάζοντας
στο βάθος της αίθουσας, ενώ ακούγεται μουσική υπόκρουση): Υπάρχει εδώ μέσα
μια καρδιά. Μια καρδιά που μάς προστάζει. Είν’ ο Θεός κι ο τόπος τούτος, η
Ελλάδα, δηλαδής. Μια καρδιά και τα δυο… Αυτά μάς παίρνουν από το χέρι, κι μας
οδηγούν, κινώντας μας τα πόδια και μάς λένε: Τραβάτε μπροστά ωρέ… τραβάτε…
(συνεχίζει
και στρέφεται στον Τζαννή) Και τώρα, εσύ καπτα – Τζαννή, εξήγα μας την
γραφή.
ΣΤ’ ΣΚΗΝΗ
ΤΖΑΝΝΗΣ: Και τώρα αδέρφια ήρθε η μεγάλη ώρα. (Βγάζει ένα χαρτί από τον κόρφο του) Μα δεν είμαι άξιος, εγώ, να σας εξηγήσω την γραφή ετούτη.
ΦΩΝΕΣ:
Μα τι λες… καπτα – Τζαννή… Ποιος είναι… Τι λέει….
ΤΖΑΝΝΗΣ:
Κάντε πέρα αδέλφια. Σταθείτε γύρω. Θα σας δείξω τώρα αυτόν που θα μας ορμηνέψει
τη γραφή και θα μας πει τις βουλές των Καπεταναίων. (Φεύγει και οι άλλοι μιλάνε μεταξύ τους)
ΦΩΝΕΣ
ΑΝΑΚΑΤΕΣ: Μα τι λέει… Ποιο θα μας δείξει… Άλλο και τούτο…
(Μπαίνει ο καπτα – Τζαννής και κρατάει απ’ το
χέρι τον τρελο – Γιαννιό. Σούσουρο. Φωνές: «Ο Γιαννιός… Ο Γιαννιός…»)
ΤΖΑΝΝΗΣ:
Δεν έχω πολλά να πω. Αυτός εδώ, δεν είν’ ο Γιαννιός…
ΦΩΝΕΣ:
Τι λες… Ποιος είναι… Ποιος είναι…
ΤΖΑΝΝΗΣ:
Ο Ασημάκης Ζαΐμης. Από τους πρώτους Φιλικούς. Κεφάλι μεγάλο μαθές. Εμείς
δεν είμαστε τίποτε μπροστά του.
ΦΩΝΕΣ:
Τι λες… Αλήθεια ωρέ… Και πώς…
ΤΖΑΝΝΗΣ:
Συχάστε ωρέ, συχάστε. Θα σάς ξηγήσει ο
ίδιος τη γραφή. Ν’ ακούτε μόνο. Ο Ασημάκης θα μάς ορμηνεύει από δω και πέρα.
(Ο
Τζαννής πάει με τα παλληκάρια. Μένει ο Ασημάκης με σταυρωμένα τα χέρια. Έχει
επίσημο ύφος.)
ΑΣΗΜΑΚΗΣ:
Πατριώτες… Πατριώτες, ο Θεός της Ελλάδος είναι μεγάλος. Είναι παντού. Είναι μαζύ
μας αυτή τη στιγμή.
Δυο
χρόνια είναι τώρα που μ’ εντολή της Εταιρείας κατέβηκα στο Μωρηά να φωτίσω τους
πατριώτες στο μεγάλο μυστικό. Τα δυο αυτά χρόνια πέρασα βουνά… κάμπους…
ποτάμια… Έμεινα νύχτες νηστικός, μ’ έφαγαν τα χιόνια και οι ζέστες…
Εδώ
ήμουνα ο τρελο – Γιαννιός. Σ’ άλλο χωριό ο Γιάννης ο πραματευτής κι αλλού πάλι
ο καλόγερος Ιωάννης. Όπου και να ‘μουν, όμως, μέσα μου μίλαγε η φωνή της
Πατρίδας. Γνώρισα κόσμο και κοσμάκη. Παντού είν’ όλοι έτοιμοι για το ξεσηκωμό.
Και τώρα θα σας εξηγήσω τη γραφή. (ξετυλίγει
το χαρτί και διαβάζει), (μουσική υπόκρουση, μυστηριακή)
ΑΣΗΜΑΚΗΣ:
Ημείς, το Ελληνικόν Έθνος των Χριστιανών βλέποντες, ότι μας καταφρονεί το
Οθωμανικόν Έθνος, και σκοπεύει τον όλεθρον εναντίον μας, πότε μ’ ένα και πότε
μ’ άλλον τρόπο, αποφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνομεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν.
Και τούτου ένεκα βαστούμεν τα όπλα εις χείρας, ζητούντες τα δικαιώματά μας.
Αδέλφια.
Αυτή είναι η πρώτη διακήρυξη της Ελληνικής Επαναστάσεως. Σε λίγες μέρες θα ’ναι
στα χέρια όλων των Ευρωπαϊκών δυνάμεων. Εγώ ο Ασημάκης Ζαΐμης σας λέω τούτο, θα
νικήσουμε, και θα ελευθερωθούμε. Είναι θέλημα του Θεού. Ήρθε η άγια ώρα.
ΤΖΑΝΝΗΣ:
Και πότε θα γίνει ο σηκωμός; Όλος ο κόσμος εδώ είναι ξεσηκωμένος. Ρωτούν να
μάθουν.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
Ασημάκη. Κάτι άλλο.
ΑΣΗΜΑΚΗΣ:
Τι θες, Καπετάνισσα;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
Θέλω να μας λογιάζεις κι εμάς τις γυναίκες στον αγώνα. Κοντά σας. Μαζί σας.
ΑΣΗΜΑΚΗΣ:
Τ’ απόδειξες Καπετάνισσα, πριν από λίγο. Δεν μπορεί κανένας να σου πει όχι. Κι
εγώ να στο ‘λεγα, εσύ πήρες μονάχη σου το δικαίωμα. Μαζί μας λοιπόν. Η Ελλάδα
έχει ανάγκη από όλα τα παιδιά της.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ:
Μπράβο καπετάνιε… μπράβο…
ΑΣΗΜΑΚΗΣ:
Σε λίγο όλη η Ελλάδα θα ’χει σηκωθεί στο πόδι. Με ντουφέκια, με μαχαίρια, μα
και με πέτρες, με ξύλα. Όλοι μας θα ξεκινήσουμε για το μεγάλο αγώνα. Όποιος
μπορεί να σηκώσει στο χέρι του έστω κι ένα λιθάρι, θα ’ναι χρήσιμος.
ΤΖΑΝΝΗΣ:
Και πότε θα γίνει ο σηκωμός; Δε θα μας πεις;
ΑΣΗΜΑΚΗΣ:
Ορίστηκε για τις 25 του Μάρτη.
ΝΙΚΟΛΗΣ:
Σημαδιακή μέρα.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ:
Μεγάλη η χάρη της Παναγίας που γιορτάζει.
(Εδώ ακούγεται το «Σήμερον
της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον…» από όλους)
ΓΙΩΡΓΗΣ:
Μεγάλη μέρα.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
Όμως η μέρα είναι ακόμη μακριά, κι εδώ τα πράγματα αλλάξανε.
ΒΑΓΓΕΛΙΩ:
Οι Τούρκοι θα ζητήσουν σε λίγο τον Αγά. Μαζύ με τους άλλους.
ΤΑΣΣΩ:
Τι γίνεται;
ΦΡΟΣΩ:
Κάτι πρέπει να γίνει…
ΤΖΑΝΝΗΣ:
Λέγε Ασημάκη. Ποια είναι η γνώμη σου;
ΑΣΗΜΑΚΗΣ:
Συχάστε, ωρέ πατριώτες. Οι Καπεταναίοι στη Βοστίτσα αποφάσισαν να γίνει στις 25
του Μάρτη. Όμως τώρα πρέπει μόνοι μας να διαφεντέψουμε τη ζωή μας και τον τόπο
μας. Γι’ αυτό λοιπόν, γονατίστε…
ΣΤΡΑΤΗΣ:
Τι λες, ωρέ; Έχασες το μυαλό σου;
ΤΖΑΝΝΗΣ:
Σώπα εσύ Στρατή. Πράξε μόνο ότι λέει…
ΑΣΗΜΑΚΗΣ:
Γονατίστε είπα… (υπακούουν, και γονατίζουν
όλοι, άντρες και γυναίκες. Μουσική υπόκρουση)
(Ο Ασημάκης βγάζει μια παληά σημαία, κουρελιασμένη σημαία, μέσα απ’ το
σελάχι του. Την ξετυλίγει μ’ ευλάβεια. Βγάζει το σπαθί του, και την βάζει στην
άκρη του. Την σηκώνει ψηλά)
ΑΣΗΜΑΚΗΣ:
Να ορκιστούμε αδέλφια. Σε τούτο το πανί που ’ναι ότι σπουδαιότερο για όλους
μας…
ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ:
Μια σημαία…
ΑΣΗΜΑΚΗΣ:
Ναι, μια σημαία… Είναι κάτι ιερό. Και τώρα, όλοι πείτε μαζί μου, ότι θα λέω
εγώ: Ορκίζομαι…
ΟΛΟΙ
ΜΑΖΙ: Ορκίζομαι…
ΑΣΗΜΑΚΗΣ:
… να πολεμήσω για την πίστη…
ΟΛΟΙ
ΜΑΖΙ: … να πολεμήσω για την πίστη…
ΑΣΗΜΑΚΗΣ:
… και για την Πατρίδα.
ΟΛΟΙ
ΜΑΖΙ: … και για την Πατρίδα.
ΑΣΗΜΑΚΗΣ:
(δυνατά) Ελευθερία ή Θάνατος
ΟΛΟΙ
ΜΑΖΙ: Ελευθερία ή Θάνατος
(και φιλάνε με τη σειρά την άκρη της σημαίας με πρώτο τον Ασημάκη)
ΤΖΑΝΝΗΣ:
Πατριώτες… πατριώτες… Ακούστε. Ο τόπος μας είναι κιόλας λεύτερος. Λεύτερος λέω…
ΟΛΟΙ
ΜΑΖΙ: Λευτεριά ή θάνατος
ΤΖΑΝΝΗΣ:
Αδέρφια. Πάμε τώρα να το πούμε σ’ όλους. Να κατέβουνε τα παλληκάρια απ’ τα
βουνά. Να μαζωχτούν οι γυναίκες. Να οργανωθούμε. Αρχίζει ο αγώνας.
ΤΖΑΝΝΗΣ: (στον Ασημάκη) Σ’ ευχαριστούμε,
Ασημάκη. Ο τόπος μας, θα στο χρωστάει.
ΑΣΗΜΑΚΗΣ:
Τίποτε δε μού χρωστάει κανείς. Ούτε ο
τόπος, ούτε εσείς. Πατρίδα είναι ο κάθε Ελληνικός τόπος. Γι’ αυτό, ας πάει ο
καθένας εκεί, που μας προστάζει το ΜΕΓΑΛΟ ΧΡΕΟΣ. Πάμε…
ΟΛΟΙ
ΜΑΖΙ: Λευτεριά ή Θάνατος…
(Κλείνει η σκηνή, βγαίνουν όλοι μπροστά και λένε τον Εθνικό Ύμνο)
ΤΕΛΟΣ
ΠΗΓΗ : https://www.e-selides.gr/download/1189,25_%CE%9C%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%AF%CE%BF%CF%85__%CE%98%CE%95%CE%91%CE%A4%CE%A1%CE%99%CE%9A%CE%9F__%CE%A4%CE%9F_%CE%9C%CE%95%CE%93%CE%91%CE%9B%CE%9F_%CE%A7%CE%A1%CE%95%CE%9F%CE%A3
διασκευή Lampros
15/2/22