Σελίδες

Σελίδες

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

Γιορτή 25ης Μαρτίου 1821, (2021) +

 

 


ΣΚΗΝΙΚΟ: Βουνό, βράχοι, έλατα, πέτρες και πίσω συννεφιασμένος ουρανός.





ΡΟΛΟΙ:  Λένω Μπότσαρη, Κίτσαινα, Μαριγώ, Τασιά, Μόρφω, Γιωργής, Νικολής,
Τούρκος 1ος,Τούρκος 2ος .

( Ανεβαίνουν στην σκηνή μία-μία οι Σουλιώτισσες,  αναμαλλιασμένες , φτάνουν στο γκρεμό ,
τον βλέπουν απότομα, κάνουν τρομαγμένες πίσω)


 Κίτσαινα:  Ωιμέ! Αλίμονο Σουλιώτισσες,
γυναίκες δόλιες κρίμα,
εδώ τελειώνει η στράτα μας,
μην κάνετε ούτε βήμα .


Λένω Μπότσαρη:  Κατάρα εις την τύχη μας,
κι αυτό το ριζικό μας,
φτάσαμε οι άμοιρες
στον πιο κακό γκρεμό μας.


Μαριγώ:  Στο Ζάλογγο είμαστε οι έρημες
που η θέα φέρνει τρόμο,
φαίνεται πως στη βιάση μας,
πήραμε λάθος δρόμο.

Τασιά:  Και τώρα τι θα κάνουμε;
Το λάθος δεν αλλάζει,
πρέπει να αποφασίσουμε,
ο οχτρός μας πλησιάζει.


Μόρφω:  Οι Τούρκοι μας ζυγώνουνε,
ακούγονται οι φωνές τους.


Κίτσαινα:  Φωνές; Βρισιές  δε λες καλύτερα ,
απ’  το δικό τους στόμα
λόγος καλός δεν έχει βγει,
τουλάχιστον ακόμα.

Λένω Μπότσαρη:  Να πάμε ομπρός δε γίνεται,
ούτε να αλλάξει ο δρόμος,
στα χέρια τους θα πέσουμε
κι αν πάμε πίσω όμως.


                   
Μαριγώ:  Α , όλα κι όλα Δέσπω μου,
του Μπότσαρη άξια κόρη,
κάλλιο να πέσω στον γκρεμό,
σε τούτα δω τα όρη,

παρά να πέσω ζωντανή
στων άπιστων τα χέρια
που ‘χουν τα δαμασκιά σπαθιά,
τα κοφτερά μαχαίρια.


Κίτσαινα:  Δίκιο έχει η Μαριγώ,
του Μπούρα η άξια κόρη.


Μόρφω:  Κι εγώ μαζί της συμφωνώ
κι έχω την ίδια γνώμη,
ο θάνατος καλύτερος
κι απ’  την σκλαβιά ακόμη.


Τασιά:  Γυναίκες μην τρελλαίνεστε,
ελάτε στα καλά σας,
τι έχουμε μικρά παιδιά,
δέστε στην αγκαλιά σας.


Κίτσαινα:  Κάλλιο  με το γιόκα μου
στην γκρέμνα να πηδήσω
παρά σε χέρια άπιστων
να τόνε παρατήσω.


Μπέσα δεν έχει η Τουρκιά ,
τα αδέρφια βάνει χώρια,
οι κόρες σκλάβες θα γενούν,
γενίτσαροι τα αγόρια.



Τασιά:  Μπροστά μου χάσκει ο γκρεμός,
οι Τούρκοι από πίσω,
με το μωρό στην αγκαλιά,
πώς να τ’ αποφασίσω;


Ήταν γραφτό για μένανε,
το χάρο να ανταμώσω,
             τον Κίτσο,  τον μονάκριβο,
         πώς να τόνε σκοτώσω.


Λένω Μπότσαρη:  Άστε τα λόγια τα πολλά,
μιας κι ήρθαμε εδώ πάνω,
απόφαση χρειάζεται,
τίποτα παραπάνω.


Τον θάνατο τον χόρτασα
από μικρή κοπέλα,
τι έχω χάσει σύζυγο,
αδέρφια και πατέρα.


Για αυτό το λέω καθαρά,
δε με φοβίζει ο χάρος
να πέσω πρώτη στον γκρεμό
εγώ έχω το θάρρος.



Μαριγώ:  Κάνε συ Λένω μ’  την αρχή,
κι εγώ σ’ ακολουθώ
από μικρή κι ανύπαντρη
τον θάνατο αψηφώ.


Κίτσαινα:  Ούτε και με στο σόϊ μου
χαρίστηκε η μοίρα
κι από νια και νιόπαντρη
το ‘φερε να 'μαι χήρα.


Για αυτό μην περιμένετε
κι εγώ να κάνω πίσω,
με την Μαριώ στην αγκαλιά
εσάς θα ακολουθήσω.


Πατέρα δεν εγνώρισε,
απ’ τον σκληρό τον χάρο,
εγώ της έδωσα ζωή,
εγώ θα της την πάρω.




Μόρφω:  Αφού τ’ αποφασίσατε
κι εγώ είμαι μαζί σας
θυσιάζω την γλυκειά ζωή,
μαζύ με την δική σας.


Πέτρα να γίνουν οι καρδιές,
οι ψυχές μας αγιοκέρια,
και ούτε μία ζωντανή
εις των Τουρκών τα χέρια.


( Η Τασιά τρομαγμένη κάνει δυο βήματα πίσω )


Τασιά:  Εγώ γυναίκες δεν μπορώ
τέτοιο κακό να κάνω,
μαζύ με το παιδάκι μου
να πέσω να πεθάνω.



Θα περιμένω μόνη μου
τον Τούρκο να ζυγώσει,
κι όρκο θα κάμω στον Θεό,
αυτός να μας γλυτώσει .


Κίτσαινα:  Όπως το θέλεις κάν’  Τασιά
style="font-family: times; font-size: medium;">

Γιωργής:  Μα, αν είναι έτσι μωρέ θεια
και δεν έχει άλλη στράτα,
οι Τούρκοι θα μας πιάσουνε,
ζυγώνουνε αράδα.



Νικολή:  Μάνα τι θα απογίνουμε,
αν  οι άπιστοι μας φτάσουν;
Εμάς θα μας  στείλουν στην Τουρκιά
και εσάς θα σας χαλάσουν.


Μόρφω:  Αυτό το ξέρουμε καλά
κι  έχουμε πάρει θέση,
με τα παιδιά της καθεμιά
εις τον γκρεμό να πέσει.



Καμιά μην  πέσει ζωντανή
στων άπιστων τα χέρια,
ούτε κι εσάς ν’ αφήσουμε
καημένα λιανοπαίδια.




Γιωργής:  Τα βρέφη που ‘χετε αγκαλιά
δε θα το καταλάβουν,
και πως θα πέσουν στο γκρεμό
χαμπάρι δε θα πάρουν.


Μα εμείς μεγάλοι είμαστε
και το μυαλό μας κόφτει,
δεν είναι κρίμα κι άδικο
να χάσουμε τη νιότη;


Νικολής:  Μη σε τρομάζει ο θάνατος,
να ΄σαι δειλός δεν κάνει,
κι εδώ να μείνουμε Γιωργή
ο οχτρός θα μας ξεκάνει.


Αν σε έβλεπε ο γέρος σου
να κλαψουράς σαν κόρη,
ο χάρος θα σ’ αντάμωνε
απ’ το δικό του βόλι.


Κίτσαινα :  Ακούτε … οι Τούρκοι φτάνουνε ,
σε λίγο θα μας πιάσουν .


Λένω Μπότσαρη:  Εμπρός γυναίκες, ξεκινώ,
τα χέρια οι άλλες να πιάσουν.


Μαριγώ:  Λένω…

Λένω Μπότσαρη:   Τι είναι Μαριγώ;
Γιατί δε με γυροφέρνεις;


Μαριγώ:  Να, κάτι θέλω να σού πω
και μη με αποπαίρνεις.
Αν είναι να πεθάνουμε
σ’  αυτόν εδώ τον τόπο,
τότε να το εκάμουμε
με θαρραλέο τρόπο.


Πιάστε γυναίκες ένανε
τραγούδι με μεράκι
να αντιλαλήσουν οι κορφές,
όλες απ’ άκρη σ’ άκρη.


Κι όπως θα γυροφέρνουμε
μες του χορού τη ζάλη,
μια-μια να πέφτει στον γκρεμό
με όρθιο κεφάλι.



Όλες μαζί:  Δίκιο έχεις Μαριγώ,
έτσι να  γίνει πρέπει.





Λένω Μπότσαρη: Κίτσαινα που ΄χεις την φωνή
κελαρυστό νεράκι,
Κάνε εσύ πρώτη την αρχή,
πες ένα με μεράκι.



Κίτσαινα:  Εγώ Λένω του Μπότσαρη
ξέρω όλο μοιρολόγια,
Και στις γυναίκες του Σουλιού
δεν πρέπουν τέτοια λόγια .



Μόρφω:  Σωπάτε ωρέ Σουλιώτισσες,
στο νου μου κάτι  ήρθε,
Εγώ θα πιάσω το σκοπό
και σεις ακολουθείτε.



(Αρχίζει να τραγουδάει:   «Στην στεριά δε ζει το ψάρι» και οι άλλες ακολουθούν. 
Κάθε μια που φτάνει στην άκρη της σκηνής πηδάει έξω απ’ αυτή. 
Η Τασιά  κάθεται σε μια άκρη, παρακολουθεί αμίλητη και σταυροκοπιέται.

Μόλις πέφτουν όλες μπαίνει στη σκηνή ένας Τούρκος.)




Τούρκος  1ος:  Άτιμες Σουλιώτισσες
που είστε ωρέ κρυμμένες;
Δεν σας αντάμωσα ως εδώ
ορθές ή πεθαμένες.



Από δω δε βγάζει πουθενά,
δεν έχει δρόμο άλλο,
Τότε που χαθήκατε;
Ερώτημα μεγάλο.



Μα να, είναι μια εδώ,
τι έγινε θα ξέρει,
κι αμέσως πρέπει να μού πει
αν την ζωή της θέλει.





Τασιά:  Τούρκε, μην ψάχνεις άδικα
γύρισε στον Πασσά σου,
έπεσαν όλες στον γκρεμό
που χάσκει εδώ μπροστά σου.


Προτίμησαν τον θάνατο
απ’ την σκλαβιά την μαύρη,
και μόνο εγώ δείλιασα
και κάθισα στην άκρη.





Τούρκος  1ος:  Πήδησαν όλες στο γκρεμό;
Δεν το καταλαβαίνω.




Τασιά:Α  υτές ήτανε όλες τους
από σπουδαίες φάρες,
και η ζωή δεν έκανε
ποτέ στις δόλιες χάρες.


Μόνο εγώ εκιότεψα
απ’ την κακή μου τύχη,
γιατί είμαι κόρη απ’ αλλού
κι ήρθα στο Σούλι νύφη.




Τούρκος 1ος:  Έλα ωρέ Γκιαούρισσα
στα χέρια να σε βάλω,
και σένα και τον γιόκα σου
πεσκέσι να σας πάω.


Το χαρέμι του Πασσά
εσένα  περιμένει
τον γυιο  να στείλω στην Τουρκιά,
γενίτσαρος να γένει.




Τασιά:  Κάνε στην άκρη Τουρκαλά,
μέριασε να περάσω,
ακόμα δεν είναι αργά
κι εγώ σ’ αυτές να μοιάσω.


Θεέ μου δώσε μου δύναμη,
να σβήσω την ντροπή μου
και δέξου στην αγκάλη σου
κι εμέ και το παιδί μου.



(Και λέγοντας αυτά πηδάει κι αυτή στο γκρεμό)

ΤΕΛΟΣ



διασκευή από ΠΗΓΗ : https://elenimamanou.blogspot.com/2012/02/25_3238.html?showComment=1615800841778#c7202688481774367791




οι φωτο δική μου επιλογή... 

το μνημείο του Ζαλογγου


ο χορός του Ζαλόγγου, του Θεόφιλου











Lampros










H κυρα - Σαρακοστή +

 

 

Η κυρα - Σαρακοστή 




Κοπιάστε
Σαρακοστιανό Τραπέζι... 











Κοπιάστε... 
Σαρακοστιανά... 








Η κυρά Σαρακοστή

Η κυρά Σαρακοστή Η κυρα η κυρα η κυρα Σαρακοστή Από αλεύρι είναι φτιαγμένη και είναι όμορφη πολύ Έχει όμορφα στολίδια και ένα φόρεμα μακρύ 2 χέρια , 7 πόδια , μέτρα τα και συ μαζί 1,2,3, τέσσερα ,5, 6 πόδια και 7 7 πόδια η Σαρακοστή Μετρα τα ξανά και συ μαζί 1,2,3, τέσσερα ,5, 6 πόδια και 7 7 πόδια η Σαρακοστή 7 εβδομάδες μέχρι τη λαμπρή Τα μαλλιά έχει πιασμένα , η κυρα Σαρακοστή Στόμα μύτη αυτή δεν έχει Λιχουδιές να μη γευτεί Η κυρα η κυρα η κυρα Σαρακοστή 2 χέρια , 7 πόδια , μέτρα τα και συ μαζί 1,2,3, τέσσερα ,5, 6 πόδια και 7 7 πόδια η Σαρακοστή Μετρα τα ξανά και συ μαζί 1,2,3, τέσσερα ,5, 6 πόδια και 7 7 πόδια η Σαρακοστή 7 εβδομάδες μέχρι τη λαμπρή Στίχοι / μουσική / τραγούδι / σύνταξη βίντεο - Ελευθερία Βογιατζάκη




Η ΚΥΡΑ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Την Κυρά Σαρακοστή που 'ναι έθιμο παλιό οι γιαγιάδες μας την φτιάχναν με αλεύρι και νερό. Για στολίδι της φορούσαν στο κεφάλι εναν σταυρό μα το στόμα της ξεχνούσαν γιατι νήστευε καιρό. Και τις μέρες της μετρούσαν με τα πόδια της τα επτά. Κόβαν ένα την βδομάδα μέχρι 'νάρθει η Πασχαλιά. Ερμηνεία:Πάνος Γαληνός
........................................



Καλή Σαρακοστή 


Lampros